Μ. Χαϊντεγγερ
«Η ποίηση είναι απαραίτητη, μόνο ας ήξερα γιατί» αναφωνεί ο Κοκτώ. Τα ποιήματα δεν είναι πιο απαραίτητα από τα τεχνικά βιβλία. Όμως θα προτιμούσα να ζω χωρίς αεροπλάνα παρά χωρίς τριαντάφυλλα.
Αναζητώντας την τέχνη και την μορφοποίηση των υλικών μέσα από την γλυπτική μπορούμε να σχολιάσουμε την διαδικασία παραγωγής και χρήσης τους, τον χρόνο ζωής τους, και πάρα πολλά άλλα θέματα. Όμως σκοντάφτουμε στο εξής ερώτημα. Πού μπορεί να βρίσκεται η ποιητική των υλικών που την αποτελούν;
Ποίηση, γενικά είναι η παραγωγή έργου και μάλιστα η παραγωγή έργου με την πλήρη εκμετάλλευση των δυνατοτήτων της ύλης που χρησιμοποιείται για την πραγμάτωσή του. Στην ευρύτατη αυτή σημασία του, ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως μεταφορικά για το χαρακτηρισμό κάθε έργου το οποίο εξ αιτίας της τέλειας κατασκευής του υπερβαίνει το χρηστικό σκοπό του και αποκτά, ως «ποίημα» στο είδος του, αξία επιτεύγματος καθαυτό.
Σύμφωνα με το λεξικό του Τριανταφυλλίδη «ποίημα είναι ένα λογοτεχνικό έργο διατυπωμένο σε στοίχους» αλλά και «κάθε τι ωραίο από αισθητική άποψη». Μπορούμε να πούμε ότι σκοπός και στόχος του ποιήματος είναι η νοηματική αποκρυστάλλωση της βαθύτερης έννοιας (ή της ουσίας της έννοιας) που ο ποιητής πραγματεύεται διατηρώντας αισθητική αρτιότητα στο λόγο του (ή γενικότερα το έργο του). Εξάλλου κατά τον Αριστοτέλη η ποίηση εικάζει αυτό που θα μπορούσε ή θα έπρεπε να είχε συμβεί (το καθόλου) ενώ η ιστορία ενδιαφέρεται για το ό,τι συνέβη ή συμβαίνει (για το επιμέρους).
«Η τέχνη ως εν-έργο-καθίδρυση [=ενεργοποίηση και σταθεροποίηση] της αλήθειας είναι ποίηση. Όχι μόνο η δημιουργία του έργου τέχνης είναι κάτι ποιητικό· εξίσου ποιητική, αλλά και κατά τον δικό της τρόπο, είναι και η αλήθευση του έργου τέχνης… Προέλευση ενός πράγματος είναι εκείνο απ’ όπου προέρχεται η ουσία του. Το ερώτημα που αναζητά την καταγωγή του έργου τέχνης ζητά την καταγωγή της ουσίας του.» [1]
Αλλά πώς διερευνάται η καταγωγή της ουσίας του; Κατά την εγκυκλοπαίδεια Δρανδάκη «ουσία είναι η ύπαρξης κατ' αντίθεσιν με την γέννηση, το σταθερό των όντων κατ' αντίθεσιν προς τις μεταβαλλόμενες καταστάσεις και ιδιότητες» ενώ σύμφωνα με την εγκυκλοπαίδεια του Πάπυρου «ουσία είναι το σταθερό που ενυπάρχει στα πράγματα, αυτό που αποτελεί την ταυτότητα ενός αντικειμένου προς εαυτό, παρά την πολλαπλότητα των μορφών του στο χρόνο και τις αλλαγές που επέρχονται σε αυτό». [2]
Κατά την Πλατωνική φιλοσοφία και τον Αριστοτέλη ουσία είναι η αληθινή φύση κάποιου πράγματος, ο αληθινός ορισμός του, είναι ακόμη και η πραγματικότητα, το όντως είναι, σε αντίθεση με το μη-είναι. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά με φιλοσοφική σημασία από τον Πλάτωνα. Στην καθημερινή κοινή του χρήση σήμαινε τα υπάρχοντα, την περιουσία την οποία κατέχει κάποιος και η ουσία του διασφαλίζει την συντήρηση του. Κατ' αναλογία εισήγαγε ο Πλάτων τον όρο στο φιλοσοφικό στοχασμό για να δηλώσει ότι υπάρχει ένα σταθερό και αναλλοίωτο θεμέλιο της πραγματικότητας, κάτι που συντηρεί τα όντα και τους δίνει ύπαρξη. Ουσία λοιπόν σημαίνει την αληθινή φύση των πραγμάτων σε αντίθεση με τη φαινομενικότητά τους, το «όντως όν» σε αντίθεση με το «μη ον». Εδώ βέβαια όπως έχει αναφερθεί το μη όν που αναφέρει ο Πλάτων δε είναι το αντίθετο του όντος αλλά η θετική έννοια της διαφοράς γιατί διαφορετικά θα σήμαινε ότι τα είδωλα των ιδεών, των αρχών των όντων θα ήταν πραγματικά και θα αποκτούσαν σχετική ύπαρξη, πράγμα ασυμβίβαστο με την ίδια την φύση της απολυτότητας που διέπει τις ιδέες ως αρχές των όντων.
Κατά το Δημόκριτο τα άτομα είναι μικρές ουσίες που ο Αριστοτέλης ονόμαζε φυσικές ουσίες.
Στο νεώτερα φιλοσοφικά συστήματα η ουσία (substantia) είναι κυρίως ο σταθερός φορέας των εναλλασσόμενων ιδιοτήτων των όντων με διάφορες παραλλαγές στις λεπτομέρειες.
Στον Καρτέσιο υπάρχουν δύο είδη ουσίας, αφενός η απόλυτος και αυτοτελής ουσία δηλαδή ο Θεός και αφετέρου η παραγωγός ουσία η οποία διαιρείται στην ουσία την κατέχουσα χώρο και στην νοούσα ουσία (δυϊσμός)
Κατά το Σπινόζα μία μόνο άπειρη ουσία υπάρχει, την οποία μπορεί κανείς να ονομάσει Θεό ή Φύση. Κατά τον Κάντ ουσία είναι απλώς η έννοια, προϊόν της διάνοιας του ανθρώπου, η οποία είναι απαραίτητη για να κατανοήσει ο άνθρωπος τα όντα και δια της οποίας προσπαθεί αυτός να εκφράσει κάθε τι που βρίσκεται στο βάθος των φαινομένων και έχει σταθερή και πραγματική υπόσταση.
Οι Αποκρυφιστές ονομάζουν ουσία την αρχική ύλη που βρίσκεται στη βάση κάθε υλικής εκδήλωσης ή υλικού όντος. Παραμένει μία, απαλλαγμένη της πολλαπλότητας των φαινομένων του υλικού κόσμου. Η ουσία είναι η ρίζα της υλικής φύσης και ταυτίζεται με το Μούλο Πρόκριτι δηλαδή την Παρθένα ύλη της Ινδικής απόκρυφης κοσμοθεωρίας και την πρώτη ύλη των Ερμητιστών του Μεσαίωνα. Η ουσία είναι διαχυμένη στο Σύμπαν αλλά είναι ασύλληπτη στις ανθρώπινες αισθήσεις.
Τι σχέση μπορεί να έχει η προσπάθεια ερμηνείας των εννοιών αυτών; Και πώς συνδέεται το πλέξιμό τους; Αυτό οφείλεται στην προσπάθεια αντίληψης της φράσης του Χάιντεγγερ: «Η ουσία της τέχνης είναι η ποίηση. Αλλά η ουσία της ποίησης είναι η εγκαθίδρυση της αλήθειας».
Εκτός αυτού, το πλέξιμο αυτών των εννοιών είναι και μία απόπειρα ερμηνείας του οδηγού της γλυπτικής δημιουργίας, ο οποίος συνοψίζεται στην ευχή: «αχ και να ‘τανε οι όγκοι ποίημα…»
Υ.Γ. 1
Αναφορές στο κείμενο:
1. Χαϊντεγγερ Μ., Η προέλευση του έργου τέχνης, μτφ. Γ. Τζαβάρα, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 1986
2. Στεφάνου Ι., Η φυσιογνωμία ενός τόπου: ο χαρακτήρας της ελληνικής πόλης τον 21o αιώνα, εκδ. ΕΜΠ και ΥΠΕΧΩΔΕ, Αθήνα, 2001
Υ.Γ. 2
Σε συνέχεια, δύο αποσπάσματα από το έργο του Έρμαν Έσσε, Νάρκισσος και Χρυσόστομος