Σε συνέχεια προηγούμενης ανάρτησης για την γλυπτική, δύο αποσπάσματα:
«Τι σήμαινε για σένα (η ξυλογλυπτική)?
Σήμαινε την κατάκτηση όλων όσων χάνονται. Είδα πως απ’ αυτή την δαιμονική αταξία και απ’ αυτό το χορό του θανάτου, κάτι μπορεί να μείνει και ν’ αναζωογονήσει τη ζωή μας: οι εικόνες που κουβαλάμε μέσα μας. Ωστόσο χάνονται κι αυτές στο τέλος. Θάβονται ή λιώνουν ή, πάλι, θρυμματίζονται. Και όμως, η ζωή τους έχει μεγαλύτερη διάρκεια απ’ οποιαδήποτε ανθρώπινη ζωή, κι έτσι, πίσω απ’ τη στιγμή που περνά, έχουμε σε εικόνες, έναν ήρεμο τόπο γεμάτο ιερούς βωμούς και πολύτιμα σχήματα. Εμένα μου φαινόταν όμορο και παρηγορητικό να τα επεξεργαστώ όλα αυτά, εφόσον έτσι ακινητούσα σχεδόν το χρόνο για πάντα.»
«... στάθηκε μπροστά του (στο ξυλόγλυπτο) κοιτάζοντάς τον για μια ώρα και περισσότερο.
Βαθιά χαρά πλημμύρισε την καρδιά του, η σπάνια απόλαυση μιας νέας, κυριαρχικής εμπειρίας, κάτι που θα μπορούσε ίσως να επαναληφθεί μόνο μια φορά στη ζωή του ή που δεν θα το ξαναγνώριζε ποτέ. Αυτό θα το δοκίμαζε ίσως ένας άντρας την ημέρα του γάμου του ή μια γυναίκα στην πρώτη της γέννα. Ένα έντονο δόσιμο, μια βαθιά σοβαρότητα, με το μυστικό κιόλας τρόμο της στιγμής όπου θα έπαιρνε τέλος μια τέτοια παράξενη ολοκλήρωση ευτυχίας, τότε που θα είχε πια βιωθεί και θα 'χε πάρει τη θέση της στο διατεταγμένο αυλάκι της καθημερινότητας.»
Ε. Έσσε, Νάρκισος και Χρυσόστομος, απόδοση στα ελληνικά Φώντας Κονδύλης, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1999