Αφ ότου έφυγε η γιαγιά μου δεν την έχω επισκεφθεί ποτέ στο κοιμητήριο. Μιλάμε βέβαια, όχι πολύ συχνά και μου στέλνει δώρα και τις ευχές της. Θα πάω να την βρω όταν θα έρθει η ώρα, θα ξαναγίνω το εγγονάκι της και θα με φροντίζει όπως έκανε πάντα.
Έχουν περάσει γύρω στα δέκα χρόνια από τότε που έφυγε και αυτές τις μέρες νιώθουμε να φεύγει και η γιαγιά της Καλής μου. Και ανακαλώ μνήμες εξ’ αυτού του γεγονότος.
Ανακαλώντας λοιπόν αυτές τις μνήμες, περιπλανιέμαι σε άλλων-μνήμες.
Και θυμάμαι ότι η γιαγιά μου, Μαρία Κολιαράκη το γένος Κωνσταντινιάδου, είχε γίνει καθηγήτρια μαθηματικών-πριν τον πόλεμο (η πρώτη γυναίκα καθηγήτρια απ’ τον νομό Κυκλάδων). Εργάστηκε ως καθηγήτρια και έκανε τρία παιδιά και είχε έξι εγγόνια. Της έτυχαν πολλές φουρτούνες και έλεγε: «ας μην δίνει ο Θεός στον άνθρωπο, αυτά που ο άνθρωπος μπορεί ν’ αντέξει».
Η άλλη γιαγιά, Ελένη Ευρυγένη, μεγάλωσε και δημιούργησε αγροτική οικογένεια, έκανε δύο παιδιά και τέσσερα εγγόνια.
Και σκέφτομαι πως το έργο της ζωής τους δεν το διηγούνται σε βιβλία, δεν έχει κάποιο κτήριο το όνομά τους, ούτε κάποια πλατεία την προτομή τους (θέλω να κάνω κάποια στιγμή την προτομή της γιαγιάς μου, μόνο που -με την σκέψη της- βουρκώνω ακόμα).
Αλλά κάθε έργο τους το έκαναν με Αγάπη και η αγάπη αυτή φέρει την μνήμη τους και το εργο τους, σε κάθε στίχο της ποίησης της σήμερα-ζωής.
Αυτό δεν είναι άραγε το Μέγα Έργο της ζωής?
Με όλη μου την αγάπη