Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011

Οικοτοπία του Έρνστ Κάλλενμπαχ

Βλ. τη σχετική ιστοσελίδα του Άρδην-Ρήξη απ' όπου, το παρακάτω κείμενο.

Πρόλογος του μεταφραστή 

Η Οικοτοπία του Ερνστ Κάλλενμπαχ αποτελεί, με μια έννοια, απάντηση στο 1984 του Τζ. Οργουελ. Η σύλληψη μιας αποκεντρωμένης οικολογικής ουτοπίας βρίσκεται στον αντίποδα της οργουελιανής μελλοντο­λογίας. Η Οικοτοπία του Κάλλενμπαχ είναι η μυθι­στορηματική υπενθύμιση ότι η πορεία του κόσμου δεν είναι προδιαγεγραμμένη προς οποιαδήποτε κατεύθυν­ση. Αν είναι πιθανή η πραγμάτωση του οργουελιανού μεγακράτους που θα ασκεί έναν απόλυτο έλεγχο πάνω στην κοινωνία, το ίδιο πιθανή θα μπορούσε να είναι η εγκαθίδρυση ενός οικολογικού καθεστώτος αυτονο­μίας ακόμα και με τη μορφή του πειράματος, της «οι­κολογικής δημοκρατίας σε μια μόνο χώρα», που μας περιγράφει ο Κάλλενμπαχ.

Η οικολογική ου-τοπία τοποθετείται στη μακρινή, «άγρια» αμερικάνικη Δύση που ακόμα και σήμερα διατηρεί κάτι από τον εξωτισμό της. Οι τρεις δυτικότε­ρες πολιτείες των ΗΠΑ κηρύσσουν την ανεξαρτησία τους σε μια στιγμή κρίσης στα 1980 και διαφοροποιούν την πορεία τους απ’ αυτήν των υπολοίπων μοντέρνων-βιομηχανικών πολιτειών. Διακόπτουν κάθε επαφή με τις ΗΠΑ και δημιουργούν μια νέα χώρα, την Οικοτο­πία. Στα 1999, δεκαεννιά χρόνια μετά την ανεξαρτη­τοποίηση, η κυβέρνηση των ΗΠΑ αποφασίζει να στείλει σε επίσημη δημοσιογραφική αποστολή έναν ρεπόρ­τερ στην Οικοτοπία, με απώτερο σκοπό την αναθέρ­μανση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Ο ήρωας του Κάλλενμπαχ είναι ένας Αμερικανός που διακατέχεται από τις προκαταλήψεις των συμπατριω­τών του αλλά και τη δημοσιογραφική του περιέργεια. Το ταξίδι στην Οικοτοπία θα του αποκαλύψει τον «κόσμο αλλιώς». Οι εντυπώσεις του αμερικανού ρε­πόρτερ Ουέστον, όπως αυτές καταγράφονται στις ημε­ρολογιακές του σημειώσεις και τα άρθρα του, υποτίθε­ται ότι αποτελούν το υλικό του βιβλίου.

Το κείμενο του Κάλλενμπαχ δε μας συναρπάζει τό­σο εξαιτίας της λογοτεχνικής του τελειότητας. Η αξία του βρίσκεται αλλού, στο γεγονός ότι στην πραγματι­κότητα συμπυκνώνει την πείρα, τις αξίες, τα νοήματα και τις σημασίες που έφεραν και φέρουν μια τουλά­χιστον πτέρυγα του παλιού εργατικού κινήματος και —κυρίως— τα νέα κοινωνικά κινήματα από τον Μάη του '68 ως τις μέρες μας — με επίκεντρο το οικολογι­κό και το γυναικείο κίνημα. Αυτό είναι το στοιχείο που κάνει το βιβλίο τόσο ενδιαφέρον και το τοποθετεί έξω από τον χώρο της απλής επιστημονικής φαντα­σίας. Γιατί η φαντασία του Κάλλενμπαχ δεν είναι πρώτα και κύρια επιστημονική αλλά πολιτική και κοι­νωνική. Η ουτοπία που σκαρώνει στις σελίδες του βι­βλίου του δεν είναι απλώς αυτή της οικολογικά προ­σαρμοσμένης αλλά πολύ περισσότερο της δημοκρατι­κής-αυτόνομης κοινωνίας. Ας δούμε όμως τι σημαί­νει αυτό.

Η Οικοτοπία είναι αναμφισβήτητα μια χώρα οικο­λογική. Ο Κάλλενμπαχ συγκεντρώνει και περιγράφει με μεγάλη φροντίδα πολλές από τις τεχνικές λύσεις που έχουν επινοηθεί ή θα μπορούσαν να αναπτυχθούν προκειμένου για μια οικολογικά προσανατολισμένη παραγωγή. Η κεντρική φαντασιακή σημασία που διέ­πει τη σχέση της οικοτοπιανής κοινωνίας με το φυσικό περιβάλλον είναι η αρχή της «σταθερής ισορροπίας». Σε συμφωνία με την εν λόγω αρχή η ενέργεια αντλεί­ται από ανανεώσιμες πηγές, οι καύσεις έχουν μειωθεί στο ελάχιστο, η γεωργία δεν χρησιμοποιεί χημικά ενώ τεράστιες εκτάσεις έχουν αναδασωθεί, τα σκουπίδια και τα λύματα όλων των ειδών ανακυκλώνονται ενώ δεν παράγονται πια μη ανακυκλώσιμα υλικά, αναζη­τούνται τεχνικές λύσεις για μια παραγωγή που δεν θα ρυπαίνει κ.τ.λ. Η οικοτοπιανή κοινωνία τείνει προς μια ισορροπία με το φυσικό της περιβάλλον, όχι όμως τέτοια που θα μπορούσε ενδεχομένως να επιτευχθεί υ­πό το κράτος μιας οικοφασιστικής - αυταρχικής διαχεί­ρισης των πραγμάτων από μέρους κάποιων «οικολογι­κά» σκεπτόμενων τεχνοκρατών. Η Οικοτοπία δεν εί­ναι η χώρα του τεχνολογικά χειραγωγημένου φυσικού περιβάλλοντος της IBM, της BHF και της Siemens, δεν είναι ο τόπος των «οικολογικών» τεχνολογικών λύ­σεων, της ελεγχόμενης από τις πολυεθνικές μόλυνσης. Η Οικοτοπία είναι ο χώρος ενός άλλου πολιτισμικού υποδείγματος που εδράζεται πρώτα και κύρια στη δη­μοκρατία - αυτονομία και στην αλληλεγγύη. Να γιατί το βιβλίο του Κάλλενμπαχ ανήκει περισσότερο σε μια παράδοση πολιτικού και κοινωνικού προβληματισμού παρά στο χώρο της επιστημονικής φαντασίας.
Δεν είναι τυχαίος ο τρόπος, με τον οποίο ο συγγρα­φέας φαντάζεται την μετάβαση σ' αυτήν την άλλη, οικολογική - αυτόνομη κοινωνία. Ο Κάλλενμπαχ επι­χειρεί να δώσει τη δική του απάντηση στο δίλημμα επανάσταση ή μεταρρύθμιση καθώς και στο πρόβλημα της σχέσης μέσων και σκοπών. Η απάντηση του είναι ότι «όλα παίζουν», όλα τα διαφορετικά επίπεδα πρέ­πει να αλληλοσυμπληρώνονται μέσα στη συνολική κί­νηση της αλλαγής. Είναι χαρακτηριστικό ότι φορέα της αλλαγής θέλει ένα μαζικό κοινωνικό κίνημα που εκφράζεται (και) μέσα στο αλλοτριωμένο πλαίσιο της πολιτικής διαμεσολάβησης, με τη μορφή του πολιτικού κόμματος (του «Κόμματος Επιβίωσης»). Το κόμμα θα επωφεληθεί μιας κατάστασης κρίσης, για να πάρει την εξουσία και να κηρύξει την ανεξαρτησία. Έχουμε έτσι κατά κάποιον τρόπο τη «μεγάλη νύχτα» που δεν συνεπάγεται βέβαια την αυτόματη εγκαθίδρυση της κοινωνίας των αγγέλων. Η νέα πολιτική εξουσία κα­ταφεύγει ως και στην απειλή τρομοκρατικών ενερ­γειών σε βάρος μεγάλων πόλεων των ΗΠΑ προκειμέ­νου να εδραιωθεί. Η ρήξη σε κάποια άλλη στιγμή θα φτάσει μέχρι τον αμυντικό πόλεμο απέναντι στην επί­θεση της βιομηχανικής Ανατολής (πόλεμος που διεξά­γεται όμως με «εναλλακτικό οπλισμό» εν είδει παλ­λαϊκής άμυνας).

Τις στιγμές ωστόσο ρήξης και ανατροπής διαδέχον­ται οι μακρές περίοδοι των ειρηνικών μεταρρυθμίσεων. Το επίπεδο της κεντρικής πολιτικής διαμεσολάβησης διατηρείται βέβαια και για ένα σύντομο χρονικό διά­στημα επιβάλλονται ριζικές κοινωνικές αλλαγές σε ό­λο το φάσμα της οικονομικής πολιτικής ζωής. Μειώνε­ται έτσι δραστικά το ωράριο εργασίας, αποκεντρώνον­ται τα MME, γίνονται ριζικές μεταρρυθμίσεις στην παιδεία, την κοινωνική πρόνοια και την ιατρική περί­θαλψη, στον τομέα των μεταφορών και συγκοινω­νιών, αλλάζει η πληθυσμιακή πολιτική κ.τ.λ. Ταυτό­χρονα όμως διευρύνεται συνεχώς η αυτονομία των κοινωνικών υποκειμένων και η εξουσία διασπάται και αποκεντρώνεται. Η κεντρική εξουσία αυτοαναιρείται και αυτοπεριορίζεται προχωρώντας σε θεσμικές αλλα­γές που ενθαρρύνουν τη συμμετοχή των ανθρώπων στις πολιτικές διαδικασίες. Στην Οικοτοπία, που μας περιγράφει ο Κάλλενμπαχ, κανένα ζήτημα δεν θεω­ρείται ληγμένο — τα πάντα βρίσκονται υπό συζήτηση, τα πάντα μπορούν και πρέπει να αποτελέσουν αντι­κείμενο διαλόγου με επιχειρήματα. Αυτός ο έλλογος διάλογος πάνω στους στόχους που θέτει η κοινωνία στον εαυτό της είναι ίσως το κέντρο της ουτοπίας του Κάλλενμπαχ.

Έχουμε λοιπόν εδώ μια αντίληψη που βλέπει την κοινωνική αλλαγή σαν μια διαδικασία. Η πολιτισμι­κή μεταλλαγή δεν είναι ένα επεισόδιο που συνέβη μια για πάντα, είναι μια σύνθετη και αντιφατική διαδικα­σία που συνεχίζεται και θα συνεχίζεται στο διηνεκές, όσο τουλάχιστον οι άνθρωποι θα έχουν το πάθος να αμφισβητούν τις αυτονόητες αλήθειες, να στοχάζονται πάνω στην κοινωνία και τον εαυτό τους, να συζητούν και να αποφασίζουν δημοκρατικά για τους κοινωνι­κούς θεσμούς. Έχοντας μια τέτοια αντίληψη για την κοινωνική αλλαγή ο Κάλλενμπαχ αποφεύγει την πα­γίδα να μας παρουσιάσει μια γλυκανάλατη Οικοτοπία ως τη χώρα της απόλυτης ευτυχίας — όπως θα επιθυ­μούσαν να 'ναι πολλές από τις ουτοπίες που γνώρισε η ιστορία του δυτικού πολιτισμού. Στην Οικοτοπία δεν είναι όλα μετρημένα και «λογικά» — ο ίδιος ο ήρωας αναγκάζεται κάποια στιγμή να ομολογήσει ότι δεν μπορεί να πει αν οι Οικοτοπιανοί είναι πιο ευτυχισμέ­νοι από τους Αμερικανούς, το μόνο σίγουρο είναι ότι βρίσκονται πολύ περισσότερο σε θέση να ορίζουν τους εαυτούς τους. Οι Οικοτοπιανοί δεν είναι λοιπόν ανθρωποποιημένα χερουβείμ, ζουν όμως 'σε μια κοι­νωνία που έχει αρκετή σοφία, ώστε να μαθαίνει από τα λάθη της και να θέτει θεσμικά εμπόδια στη δη­μιουργία υπερεξουσιών (οικονομικών, πολιτικών κ.τ.λ.) που θα μπορούσαν να επιβάλουν το καθεστώς της ετερονομίας.

Η αυτονομία και η αλληλεγγύη είναι οι δύο κεντρι­κές αρχές της νέας κοινωνικής θέσμισης. Η Οικοτοπία δεν είναι λοιπόν απλώς η χώρα της οικολογικά προ­σαρμοσμένης παραγωγής. Είναι παράλληλα μια κοι­νωνία αποκεντρωμένη σε μικρές κοινότητες, σε πρω­τογενείς ομαδοποιήσεις —όπως μεγάλα κοινοβιακά νοικοκυριά— κολλεκτιβίστικες επιχειρήσεις, ομάδες καταναλωτών κ.τ.λ. Καθώς οι αρμοδιότητες της κεντρικής κυβέρνησης περιορίζονται δραστικά, η μεγαλύ­τερη αυτονομία των κοινοτήτων σημαίνει την ουσια­στική δυνατότητα του καθενός να συμμετέχει στη λή­ψη των αποφάσεων. Η πολιτισμική αλλαγή που περι­γράφει (και ενδεχομένως ελπίζει) ο Κάλλενμπαχ δεν περιορίζεται βέβαια μόνο στο θεσμικό επίπεδο αλλά επεκτείνεται στο χώρο των νοοτροπιών και της ηθικής. Η οικοτοπιανή κοινωνία είναι σε θέση να στοχάζεται και να επανατοποθετείται πάνω στις σχέσεις της με τη φύση και τον εαυτό της.

Η επιστήμη και η τεχνολογία δεν αποτελούν αντι­κείμενο στείρας άρνησης, περιορίζονται ωστόσο από τη δημοκρατικά αποφασισμένη στοχοθεσία της κοινω­νίας και χρησιμοποιούνται για την υλοποίηση της κεν­τρικής αρχής της «σταθερής ισορροπίας». Η «σταθερή ισορροπία» είναι αυτό που εννοούσε ο Μπάρυ Κόμμονερ όταν έλεγε ότι: «Στη φύση δεν παράγεται καμία οργανική ουσία αν δεν μπορεί να αποδομηθει'· τα πάν­τα είναι κομμάτι ενός κύκλου». Απώτερη αξία της οι­κολογικής κοινωνίας δεν μπορεί παρά να είναι η δια­τήρηση αυτής της κυκλικότητας, που ταυτίζεται τελι­κά με τον ίδιο τον ρυθμό της ζωής. Ο Κάλλενμπαχ υπαινίσσεται εδώ σαφώς έναν βαθύτερο επαναπροσδιο­ρισμό της σχέσης κοινωνίας - φύσης στη βάση μιας αν­τίληψης που θα σέβεται τη φύση, όχι όμως εκμηδενί­ζοντας τον άνθρωπο αλλά συναρθρώνοντας τον αρμο­νικά μαζί της. Η κατηγορική προσταγή τον οικοτοπια-νού ανθρώπου θα ήταν: μη διαταράσσεις τους φυσι­κούς κύκλους, μην υπονομεύεις τη ζωή, η διατήρηση της οποίας αποτελεί αυτοσκοπό!

Κάθε γραμμική έννοια της προόδου και της ανά­πτυξης έχει εγκαταλειφθεί πλέον στην Οικοτοπία. Τη γραμμικότητα έχει διαδεχτεί η κυκλικότητα και η μό­νη έννοια της «προόδου», που μπορεί να συναντήσει κανείς, είναι η τάση για παραπέρα τελειοποίηση τον «κύκλου», που θεωρείται ως το ανεπίτευκτο «τέλος».

Στην Οικοτοπία δεν υπάρχει λοιπόν τέλος της ιστορίας (ή προϊστορίας) αλλά όλο και μεγαλύτερη τελειοποίη­ση της κυκλικότητας, που αυτή καθ’ εαυτή δεν οδηγεί κάπου —σε έναν μελλοντικό παράδεισο— παρά μό­νο στην επ’ άπειρον διατήρηση της ζωής. Αν η θεά της βιομηχανίας είναι η σωρευτική, χωρίς όρια ανάπτυ­ξη, της οικολογίας θα είναι η αδιατάρακτη, αιώνια κυκλικότητα.

Βέβαια αυτό δεν σημαίνει τη νέκρωση ή τη στασιμό­τητα. Η ανθρώπινη ζωή και η ιστορία συνεχίζουν να αποτελούν μια περιπέτεια, μια περιπέτεια όμως που διαδραματίζεται μέσα σε ένα —όσο το δυνατό— στα­θερότερο φυσικό περιβάλλον.

Δεν είναι μικρότερης σημασίας η ηθική και κοινω­νική αναμόρφωση, που μας περιγράφει ο Κάλλεν­μπαχ, ως μέρος της ευρύτερης πολιτισμικής αλλαγής. Να μερικά από τα στοιχεία της: η ουσιαστική ισότητα των δύο φύλων, η αποδοχή της διαφορετικότητας, η δημιουργία νέων συλλογικών τρόπων ζωής (κοινόβια, διευρνμένες οικογένειες), η κολλεκτιβίστικη-συνερ­γατική οργάνωση της παραγωγής, η απελευθέρωση της σεξουαλικότητας και η επανιδιοποίηση της σχέσης με το σώμα, η αποδοχή της διαφορετικότητας των φι­λοσοφικών ή θρησκεντικών τοποθετήσεων, η συμφι­λίωση με το παράλογο, με τα πάθη, με τα ένστικτα και τις ορμές και η δημιουργία νέων (κοινωνικών) τελετουργιών, που να εξασφαλίζουν την ελεύθερη τους έκφραση - εκτόνωση κ.τ.λ. κ.τ.λ.

Ο Κάλλενμπαχ συμπυκνώνει λοιπόν σε μυθιστορηματική μορφή στοιχεία τον οράματος ενός σύγχρονου ριζοσπαστικού οικολογικού - εναλλακτικού κινήμα­τος. Βυθιζόμενοι στις σελίδες του βιβλίου παρακολου­θούμε την επιστροφή του ήρωα «στο σπίτι του» (στον «οίκο» του). Στην πορεία του αυτή αντιστοιχεί σε μας, ως αναγνώστες, ο νόστος στη χαμένη πίστη στον εαυτό μας.

Ιούλιος ’90

Σημείωμα για τον συγγραφέα

Ο Έρνστ Κάλλενμπαχ γεννήθηκε στα 1929 στην Πενσυλβάνια και ζει στο Μπέρκλεϋ της Καλλιφόρνιας. Διευ­θύνει από το 1958 το περιοδικό Film Quarterly και έχει αρθρογραφήσει σε πολλά κινηματογραφικά περιοδι­κά. Δουλεύει ακόμα ως εκδότης στο «University of California Press». H Οικοτοπία πουλήθηκε σε πάνω από 100.000 αντίτυπα ως βιβλίο τσέπης και μεταφρά­στηκε στα Ισπανικά, Ιταλικά, Γερμανικά, Γαλλικά, Ολλανδικά, Ιαπωνικά κ.τ.λ. Άλλα του βιβλία: Our Modern Art: The Movies (1955), Living Poor with Sty­le (1972), Ecotopia Emerging (1981).

Οι νέες πόλεις της Οικοτοπίας*

Σαν Φρανσίσκο, 7 Μαΐου. Κάτω απ’ το νέο καθεστώς οι πόλεις της Οικοτοπίας κατακερματίστηκαν ως ένα σημείο στις λεγόμενες «γειτονιές» ή κοινότητες, οι οποίες όμως με κανέναν τρόπο δεν ανταποκρίνονται απόλυτα στο ιδανικό που επιδιώκεται μακροπρόθεσμα, στα πλαίσια του οικοτοπιανού μοντέλου ζωής. Είχα πριν από λίγο την ευκαιρία να επισκεφτώ μια από τις χαρακτηριστικές νέες κωμοπόλεις, που έχουν αρχίσει να δημιουργούνται παντού και που αποκρυσταλλώνουν με ακραίο τρόπο την αντίληψη που έχει αυτή η αποκεντρωμένη κοινωνία για την πόλη. Λέγεται Αλβίζο και ήταν κάποτε ένα ξεχασμένο χωριουδάκι στο νότιο άκρο του Κόλπου του Σαν Φρανσίσκο. Φτάνει κανείς εκεί με το τοπικό τρένο και αποβιβάζεται στο ισόγειο ενός μεγάλου κτηριακού συγκροτήματος, του οποίου το κεντρικό κτήριο, όπως αποδείχτηκε, δεν είναι, για παράδειγμα, το δημαρχείο ή το δικαστήριο, αλλά ένα εργοστάσιο. Παράγει ηλεκτρικά οχήματα –δεν θα μπορούσε κανείς με τα δικά μας μέτρα να τα ονομάσει αυτοκίνητα ή φορτηγά–, τα οποία χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά ανθρώπων και εμπορευμάτων στην πόλη και στην ύπαιθρο. (Αμέσως μετά την ανεξαρτησία απαγορεύτηκε η χρήση ιδιωτικών αυτοκινήτων μέσα στις «απαλλαγμένες από αυτοκίνητα» ζώνες. Αυτές οι ζώνες απλώνονταν στην αρχή μόνο στο εσωτερικό των πόλεων, όπου η μόλυνση του περιβάλλοντος και η υπερσυγκέντρωση του πληθυσμού είχαν πάρει τις πιο ανησυχητικές διαστάσεις. Όταν τελείωσε η κατασκευή των δικτύων των μικρών λεωφορείων, οι ζώνες επεκτάθηκαν, και σήμερα περιλαμβάνουν όλες τις πυκνοκατοικημένες περιοχές των πόλεων).

Γύρω από το εργοστάσιο, εκεί όπου σε μας θα υπήρχε ένας τεράστιος χώρος στάθμευσης, στο Αλβίζο υπάρχει μια σειρά από πυκνοδομημένα κτήρια με δέντρα στους ενδιάμεσους χώρους. Υπάρχουν εκεί ρεστοράν, ένα βιβλιοπωλείο, αρτοποιεία, ένα «μαγαζί για τις βασικές ανάγκες» σε τρόφιμα και ρουχισμό, μικρά καταστήματα, ακόμα και εργοστάσια και επιχειρήσεις – σε μια πολύχρωμη εναλλαγή με κατοικίες, που γενικά έχουν μόνο τρεις ως τέσσερις ορόφους και περικλείουν μια εσωτερική αυλή, όπως τη γνωρίζουμε από το παλιό Παρίσι. Τα κτήρια είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου κατασκευασμένα από ξύλο, το οποίο έγινε το κυρίαρχο υλικό των κατασκευών στην Οικοτοπία, μετά από το πρόγραμμα αποκατάστασης των δασών, και έχουν μεν μια παλιομοδίτικη όψη, διαθέτουν όμως όμορφα μικρά μπαλκόνια, κήπους στη σκεπή και βεράντες με φυτά ή και μικρά δέντρα. Τα ίδια τα διαμερίσματα είναι, για τα δικά μας μέτρα, πολύ μεγάλα – τα κοινόβια, για τα οποία έχουν κατασκευαστεί, έχουν δέκα ως δεκαπέντε δωμάτια στη διάθεσή τους.

Οι δρόμοι του Αλβίζο έχουν ονόματα κι όχι νούμερα, και είναι σχεδόν το ίδιο στενοί και μπερδεμένοι όπως στις μεσαιωνικές πόλεις –καθόλου εύκολο για έναν ξένο να προσανατολιστεί εδώ. Δεν χωρούν ούτε καν δύο αυτοκίνητα πλάι πλάι– αλλά φυσικά δεν υπάρχουν αυτοκίνητα, γι’ αυτό δεν δημιουργείται και ανάλογο πρόβλημα. Δίπλα από τους πεζούς και τους ποδηλάτες περνά αραιά και πού κάποιο μεταφορικό όχημα που κουβαλάει ένα έπιπλο ή κάποιο άλλο μεγάλο αντικείμενο· πάντως τα ψώνια τους οι Οικοτοπιανοί τα μεταφέρουν με δικτυωτές τσάντες ή μέσα στα καλάθια των ποδηλάτων τους. Τα είδη των καταστημάτων μεταφέρονται, όπως τα περισσότερα εμπορεύματα, σε κοντέινερ που είναι πολύ μικρότερα από τα δικά μας, προσαρμοσμένα στις δυνατότητες των οικοτοπιανών οχημάτων και των ηλεκτρικών φορτηγών. Τα γεωργικά προϊόντα, για παράδειγμα, φορτώνονται σε τέτοια κοντέινερ, είτε στα ίδια τα αγροκτήματα, είτε στον σταθμό διανομής, στην περιφέρεια κάθε κωμόπολης. Ο σταθμός διανομής συνδέεται με όλα τα μαγαζιά και τα εργοστάσια της κωμόπολης μέσω ενός υπόγειου συστήματος ιμάντων μεταβίβασης που καταλήγουν σε μια πλατφόρμα, όπου ξεφορτώνονται τα κοντέινερ.

Πιθανόν η ιδέα αυτή να βασίζεται στις δικές μας υπεραυτοματοποιημένες αποθήκες, όμως εδώ η διαδικασία είναι ακριβώς αντίστροφη. Φαίνεται να λειτουργεί πολύ καλά, αν και θα πρέπει να δημιουργείται ένα φοβερό χάος σε περίπτωση «μποτιλιαρίσματος» σε κάποιο σημείο.

Οδηγοί μου σ’ αυτή την «εξερεύνηση» ήταν δύο νέοι φοιτητές που είχαν κάνει έναν χρόνο μαθητεία στο εργοστάσιο. Με γέμισαν πληροφορίες και παρατηρήσεις. Απ’ ό,τι φαίνεται, ολόκληρος ο πληθυσμός του Αλβίζο, περίπου εννιά χιλιάδες άνθρωποι, ζει σε μια ακτίνα οκτακοσίων μέτρων από τον σταθμό του τρένου. Αλλά ακόμα και με τόσο μεγάλη πυκνότητα κατοίκων, μένει αρκετός χώρος για έναν μεγάλο αριθμό από μικρούς χώρους πρασίνου –μερικές φορές πρόκειται απλώς για σημεία όπου πλαταίνει ο δρόμος, άλλες φορές για ολόκληρους κήπους. Και παντού δέντρα – σπάνια βλέπει κανείς ένα κάπως μεγάλο κομμάτι λιθόστρωτου δρόμου να είναι γυμνό στον ήλιο. Στην άκρη της πόλης βρίσκονται τα σχολεία και τα διάφορα κέντρα ψυχαγωγίας. Στα βορειοανατολικά της πόλης βρίσκονται οι βάλτοι και οι αλυκές του κόλπου. Με εκσκαφές έφτιαξαν ένα λιμάνι για μικρά πλοία, που καταλήγει σε ένα κανάλι μέσα απ’ το οποίο μπορούν τα φορτηγά πλοία να φτάσουν μέχρι την αποβάθρα του εργοστασίου. Οι οδηγοί μου ομολόγησαν, με κάποια δυσαρέσκεια, ότι υπάρχει ένα κάποιο εξαγωγικό εμπόριο ηλεκτρικών οχημάτων – οι Οικοτοπιανοί φέρνουν γι’ αυτόν τον σκοπό ακριβώς τόσο μέταλλο όσο χρειάζονται για τις εξαγόμενες ηλεκτρικές μηχανές και τα άλλα μεταλλικά εξαρτήματα.

Σ την αποβάθρα τον εργοστασίου παιδιά κάθονται και ψαρεύουν, καθώς το νερό είναι καθαρό. Οι Οικοτοπιανοί αγαπούν το νερό, και στο λιμάνι είναι παραταγμένη μια υπέροχη συλλογή από πλοιάρια παραδοσιακής, αλλά και εντελώς ανορθόδοξης κατασκευής. Οι οδηγοί μού διηγήθηκαν με ενθουσιασμό ότι απ’ αυτό το λιμάνι διασχίζουν συχνά με ιστιοφόρο τον κόλπο, μέχρι το Δέλτα, μερικές φορές μάλιστα περνούν από το Γκόλτεν Γκέητ έξω στην ανοιχτή θάλασσα και συνεχίζουν κατά μήκος της ακτής μέχρι το Μοντερέυ. Το σκάφος τους είναι μεν κάπως χοντροκομμένο, αλλά πολύ όμορφο, και με περηφάνια προσφέρθηκαν να με πάρουν με την πρώτη ευκαιρία μαζί τους για μια βόλτα.

Ξεκινήσαμε για μια περιήγηση στο εργοστάσιο, η κατάσταση του οποίου προκαλεί σύγχυση.  Όπως μου εξήγησαν εδώ, όπως και σε άλλες οικοτοπιανές παραγωγικές μονάδες, δεν ισχύει η αρχή τής σε σειρά παραγωγής, που, σύμφωνα με τη γενική αντίληψη, αποτελεί προϋπόθεση για μια πραγματικά αποτελεσματική μαζική παραγωγή. Συγκεκριμένοι τομείς είναι αυτοματοποιημένοι: η κατασκευή των ηλεκτρικών κινητήρων, των σασί και άλλων μεγάλων κομματιών. Το μοντάρισμα των επιμέρους κομματιών εκτελείται από ομάδες εργατών που συναρμολογούν κομμάτι κομμάτι τα υλικά που παίρνουν από μεγάλα δοχεία, τα οποία τροφοδοτούνται από τις αυτοματοποιημένες μηχανές. Η ατμόσφαιρα στο εργοστάσιο είναι, σε σύγκριση με τον φοβερό θόρυβο ενός εργοταξίου στο Ντιτρόιτ, ήσυχη και ευχάριστη. Επίσης, οι εργάτες δεν φαίνεται να υπόκεινται στην ίδια πίεση για απόδοση, όπως στο Ντιτρόιτ. Φυσικά, η εξαιρετικά απλοποιημένη κατασκευή των οικοτοπιανών οχημάτων διευκολύνει και τον σχεδιασμό και την εκτέλεση της παραγωγικής διαδικασίας – ναι, μια πλήρης αυτοματοποίηση θα ήταν εφικτή.

Ε πιπλέον, όπως μπόρεσα να διαπιστώσω, ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής δεν αποτελείται από έτοιμα οχήματα, αλλά από εξαρτήματα. Σε συμφωνία με την αρχή τού «κάν’ το μόνος σου», που αποτελεί ένα τόσο σημαντικό στοιχείο της οικοτοπιανής ζωής, αυτό το εργοστάσιο παράγει βασικά μπροστινά, πίσω συστήματα και μπαταρίες. Ιδιώτες ή οργανώσεις συναρμολογούν μετά αυτά τα κομμάτια σύμφωνα με δικά τους σχέδια κατασκευής, προσθέτοντας τη δική τους καρότσα. Τα οχήματα έχουν, έτσι, συχνά μια τόσο παράξενη όψη, που τα μικρά λεωφορεία του Σαν Φρανσίσκο φαντάζουν δίπλα τους σχεδόν σαν κάτι το συνηθισμένο. Είδα, για παράδειγμα, ένα φορτηγό με μια καρότσα από επιπλέον ξύλο, η οποία ήταν διακοσμημένη με θαλασσινά κοχύλια· ανήκε σε μια κομμούνα ψαράδων στις ακτές.

Η ζωή χωρίς αυτοκίνητα

Το μπροστινό σύστημα αποτελείται από δύο ρόδες, που η καθεμία τους κινείται από έναν ηλεκτρικό κινητήρα και είναι εφοδιασμένη με φρένα. Το σασί τις συνδέει με ένα σύστημα ανάρτησης και οδήγησης. Σ’ αυτά προστίθενται ένα απλό τιμόνι, πεντάλια για γκάζι και φρένο, ένας πίνακας οργάνων και δύο προβολείς. Ο κινητήρας δεν αποδίδει παραπάνω από πενήντα χιλιόμετρα την ώρα (σε επίπεδο έδαφος!), έτσι ώστε τα οχήματα να πρέπει να ανταποκρίνονται σε μέτριες τεχνικές απαιτήσεις – έστω κι αν οι οδηγοί μού εξήγησαν ότι η ανάρτηση είναι μια τεχνική καινοτομία: το βάρος του άξονα ζυγιάζεται με υδραυλικό σύστημα για το οποίο χρειάζεται ελάχιστο μέταλλο.

Το πίσω μέρος είναι ανεξάρτητο από το τιμόνι, και γι’ αυτό ακόμα απλούστερο στην κατασκευή. Οι μπαταρίες, μικρότερες και ελαφρύτερες ακόμα κι από τις καλύτερες που εισάγουμε από την Ιαπωνία, μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε οχήματα διαφορετικών ειδών. Κάθε μπαταρία μπορεί να συνδεθεί με ένα καλώδιο σε έναν φορτιστή. Το εργοστάσιο παράγει διάφορες καρότσες, στις οποίες μπορούν να προσαρμοστούν τα υπόλοιπα μέρη με τέσσερις μόνο βίδες. (Τα εξαρτήματα αυτά ξεβιδώνονται σε κάθε επισκευή). Η μικρότερη και πιο συνηθισμένη καρότσα είναι μια μινιατούρα των μικρών φορτηγών μας. Αποτελείται από μια πολύ μικρή καμπίνα οδήγησης, με δύο μόνο καθίσματα και έναν επίπεδο, τετράγωνο, ανοιχτό χώρο για φόρτωση. Το πίσω μέρος της καμπίνας οδήγησης σηκώνεται και μετατρέπεται σε στέγαστρο και μερικές φορές κατεβάζουν στα πλευρά μουσαμάδες, που κλείνουν τελείως τον χώρο του φορτίου.

Επιπλέον παράγονται λίγα κομμάτια μιας καρότσας ταξί. Τον πρώτο καιρό μετά την ανεξαρτησία, όταν το σύστημα των μικρών λεωφορείων και των τοπικών τρένων ήταν ακόμα υπό κατασκευή, εισήγαγαν στις πόλεις πολλά απ’ αυτά τα οχήματα για να καλυφθούν οι ανάγκες μετακίνησης. Οι καρότσες αποτελούνται από βαρύ πλαστικό και βγαίνουν μονοκόμματες από τεράστια καλούπια.

Αυτά τα πρωτόγονα και χαμηλής απόδοσης οχήματα δεν μπορούν φυσικά να ικανοποιήσουν τον πόθο για ταχύτητα και ελευθερία, στον οποίο τόσο καλά ανταποκρίνεται η αμερικάνικη αυτοκινητοβιομηχανία και οι καταπληκτικοί μας αυτοκινητόδρομοι. Οι οδηγοί μου κι εγώ επιδοθήκαμε σε μια καυτή συζήτηση, κατά την οποία αποδείχτηκε, όπως πρέπει να ομολογήσω, ότι ήταν δυσάρεστα καλά πληροφορημένοι για τις συνθήκες που επικρατούν στους δρόμους των πόλεών μας, όπου μερικές φορές τα αυτοκίνητα είναι, πραγματικά, ακίνητα. Όταν όμως ρώτησα γιατί στην Οικοτοπία δεν κατασκευάζονται γρήγορα αυτοκίνητα για τα χιλιάδες χιλιόμετρα των εθνικών αυτοκινητοδρόμων (οι οποίοι μένουν πια ανεκμετάλλευτοι, έστω κι αν χρησιμοποιούνται ως ένα σημείο ως γραμμές για τα τρένα), δεν έλαβα καμία απάντηση. Προσπάθησα να κλονίσω τις απόψεις τους, ισχυριζόμενος ότι κανένας δεν μπορεί να είναι εντελώς αδιάφορος μπροστά στις συγκινήσεις ενός ελεύθερου δρόμου που ανοίγεται μπροστά του και τους διηγήθηκα πώς είναι να τρέχει κανείς με ένα από τα γρήγορα, άνετα αυτοκίνητά μας, μαζί με ένα κορίτσι με μαλλιά που ανεμίζουν στη θέση του συνοδηγού...

Φάγαμε μεσημεριανό σε ένα από τα εστιατόρια κοντά στο εργοστάσιο, στη μέση ενός χαρούμενου, θορυβώδους πλήθους από πολίτες και εργάτες. Πρόσεξα ότι συνόδευαν τη σούπα και τα σάντουιτς με αρκετή ποσότητα από το άριστο τοπικό κρασί. Τελειώνοντας, επισκεφτήκαμε το δημαρχείο, ένα σεμνό ξύλινο κτήριο που δεν διέφερε σε τίποτα από τα άλλα σπίτια. Εκεί μου επιδείχτηκε ένας χάρτης όπου σημειώνονταν οι νέες γειτονικές πόλεις, η καθεμιά τους με τον δικό της σιδηροδρομικό σταθμό στο κέντρο.  Φαίνεται ότι μια ολόκληρη σειρά τέτοιων πόλεων βρίσκεται υπό κατασκευή γύρω από τον κόλπο. Κάθε πόλη αποτελεί μια ανεξάρτητη κοινότητα, συνδέεται όμως μέσω της σιδηροδρομικής γραμμής με τις γειτονικές της πόλεις, έτσι ώστε ολόκληρη η αλυσίδα των συνοικισμών να δημιουργεί τελικά μία και μόνο πόλη. Για να αναφέρω ένα παράδειγμα, υποτίθεται ότι κάποτε θα είναι δυνατό να φτάνεις σε πέντε λεπτά στον σιδηροδρομικό σταθμό, από εκεί να πας με το τρένο σε πέντε λεπτά σε μια άλλη πόλη που απέχει δέκα στάσεις, και μετά, με άλλα πέντε λεπτά ποδαρόδρομου, να φτάνεις στον σκοπό σου. Οι συνομιλητές μου είναι πεισμένοι ότι έτσι θα χρειάζεται κανείς τον μισό απ’ τον χρόνο που ξοδεύουμε εμείς σε ανάλογα ταξίδια, για να μη μιλήσουμε για τα προβλήματα κυκλοφορίας και στάθμευσης, όπως φυσικά και για τη μόλυνση του περιβάλλοντος.

Τι θα απογίνουν οι παλιές πόλεις, όταν κάποτε θα είναι έτοιμες αυτές οι νέες κωμοπόλεις; Θα κατεδαφιστούν σιγά σιγά: μόνο μερικά τετράγωνα θα διατηρηθούν σαν ανοιχτά μουσεία (σαν μαρτυρίες του «βάρβαρου παρελθόντος μας», όπως δήλωσαν αστειευόμενοι οι δύο νέοι). Ο σημερινός χώρος της πόλης θα μετατραπεί σε λιβάδια, δάση, φυτείες οπωροφόρων ή κήπους – φαίνεται πως ομάδες κατοίκων των πόλεων κατέχουν συχνά οικόπεδα στην ύπαιθρο, συνήθως με κάποιο σπιτάκι, όπου καλλιεργούν λαχανικά, όταν δεν πηγαίνουν εκεί μόνο για ψυχαγωγία.

Όταν εγκαταλείψαμε το Αλβίζο πήγαμε με το τρένο στο Ρέντγουντ Σίτυ, όπου η διαδικασία της αποκατάστασης έχει ήδη ξεκινήσει. Τρεις νέες πόλεις ξεφύτρωσαν εδώ στην άκρη του κόλπου, χωρίζονται ωστόσο μεταξύ τους από ένα χιλιόμετρο ελεύθερης γης. Δύο άλλες βρίσκονται υπό κατασκευή, ανήκουν σε μια δεύτερη αλυσίδα πόλεων, που βρίσκεται αρκετά χιλιόμετρα από την ακτή, στους πρόποδες των βουνών. Ένα κομμάτι των πρώην προαστίων μεταξύ των νέων συνοικισμών έχει ήδη μετατραπεί σε δάσος ή λιβάδια που εναλλάσσονται μεταξύ τους. Το θέαμα μου θυμίζει λίγο τα καλοκαίρια που πέρασα παιδί στην Πενσιλβάνια. Στενά κομμάτια δάσους επιβραδύνουν τη ροή των μικρών ποταμών. Γεράκια πετούν σε κύκλους. Αγόρια με τόξα και βέλη χαιρετάνε το τρένο που περνάει. Τα σύμβολα του παλιότερου πολιτισμού –δρόμοι, αυτοκίνητα, βενζινάδικα, σούπερ μάρκετ– έχουν εξαφανιστεί από προσώπου γης, σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Αυτή η εικόνα μού προκάλεσε ένα σοκ και αναρωτήθηκα τι να σκέφτηκε ο πολίτης της αρχαίας Καρχηδόνας όταν είδε την πόλη του κατεστραμμένη και λεηλατημένη από τους Ρωμαίους κατακτητές.

*Απόσπασμα από την Οικοτοπία του Ερνστ Κάλλενμπαχ, που πρόσφατα επανεκδόθηκε από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις (σσ. 55-62).