Προχθές άκουσα το εξής: Έχω δύο φίλους και πολλούς γνωστούς. Το έχω ξανακούσει αυτό ακόμα πιο σκληρά από κάποιον άλλο που έλεγε: δεν έχω φίλους, έχω μόνο γνωστούς.
Εγώ έχω πολλούς φίλους.
Άλλους τους ξέρω πολύ-άλλους λίγο, άλλους τους αγαπάω πολύ-άλλους λίγο, άλλοι είναι μεγαλύτεροί μου-άλλοι μικρότεροι, άλλοι είναι χαζοί-άλλοι έξυπνοι, άλλους νοιάζομαι πολύ-άλλους λίγο, με άλλους μιλάω κάθε μέρα-με άλλους ποτέ, με κάποιους είμαι τσακωμένος και μερικούς από αυτούς τους θεωρώ καθίκια.
Και από αυτούς, άλλοι με ξέρουν πολύ-άλλοι λίγο, άλλοι με αγαπάν πολύ-άλλοι λίγο, κάποιοι με θεωρούν μικρότερο άλλοι μεγαλύτερο, άλλοι με εκτιμάνε-άλλοι όχι, άλλοι με νοιάζονται πολύ-άλλοι λίγο, άλλοι μου μιλάνε κάθε μέρα-άλλοι ποτέ, κάποιοι είναι τσακωμένοι μαζί μου και μερικοί από αυτούς με θεωρούν καθίκι.
Και τι σημαίνει φίλος?
Ένας εκ των φίλων μου, μου έλεγε τις προάλλες πως το μόνο πράγμα το οποίο αποδίδει δικαιοσύνη είναι ο θάνατος, αφού ο καθένας μας θα πάρει τα δύο μέτρα χώμα που του ανήκουν. Αυτά και μόνον.
Πως όμως αποδίδεται η δικαιοσύνη αυτή σήμερα? Γιατί σήμερα, ο έχων την οικονομική δυνατότητα μπορεί να φροντίσει να πληρώσει (αυτός ή οι κληρονόμοι του) ένα γραφείο τελετών και να τον φυτέψουνε με μία καλή κηδεία.
Την προηγούμενη βδομάδα όμως έφυγε η γιαγιά της καλής μου και η κηδεία ήταν στο χωριό.
Δύο-τρία στεφάνια απ’ τις φίλες της (φτιαχτά στο χέρι χωρίς τις «τυπικούρες» που ξέρουμε στην πόλη), ένα φέρετρο απλό, με λουλούδια απ’ τις αυλές.
Η νεκροφόρα ήρθε με έναν οδηγό. Και δεν ήρθανε άλλοι (οι ειδικοί) για να κουβαλήσουνε το φέρετρο. Όταν ήρθε η ώρα να φύγει η γιαγιά από το σπίτι, μπήκαν μπροστά τα παιδιά που μεγάλωσε η γιαγιά στην γειτονιά, άνθρωποι που την ζήσανε και την αγαπήσανε, άνθρωποι-φίλοι της. Και την μεταφέρανε.
Ήταν μία πολύ σκληρή ώρα αυτή. Λιγοψύχησα που δεν την κουβάλησα και ντράπηκα σιχτιρίζοντας τα αστικά μου βιώματα και καμαρώνοντας την συμπεριφορά των ανθρώπων του χωριού.
Αναρωτήθηκα τότε τι θα γίνονταν αν δεν υπήρχαν οι φίλοι της. Ποιος θα την κουβάλαγε? Τι διαστροφή είναι αυτή που λένε τα «πολιτισμικά μας φίλτρα» (μετουσιωμένα σε γραφεία κηδειών) πως μπορείς να πεθάνεις χωρίς φίλους?
Γιατί τελικά κάποιος πρέπει να κουβαλήσει το φέρετρο, για να πάρεις τα «δύο μέτρα χώμα» που σου ανήκουν.
Και γι αυτό είναι οι φίλοι. Για να τους κουβαλήσω και να με κουβαλήσουν μόλις κάποιος από εμάς διαβεί την άλλη όχθη, τότε που δεν θα υπάρχει καμία σχέση-καμία εξάρτηση, απ' αυτές που γνωρίζουμε στον κόσμο των ζωντανών.
Και αυτοί θα μου δώσουν, όταν έρθει η ώρα, τα δύο μέτρα χώμα, που τελικά δεν μου ανήκουν, αλλά τα διεκδικώ με αυτούς.
Εγώ έχω πολλούς φίλους.
Άλλους τους ξέρω πολύ-άλλους λίγο, άλλους τους αγαπάω πολύ-άλλους λίγο, άλλοι είναι μεγαλύτεροί μου-άλλοι μικρότεροι, άλλοι είναι χαζοί-άλλοι έξυπνοι, άλλους νοιάζομαι πολύ-άλλους λίγο, με άλλους μιλάω κάθε μέρα-με άλλους ποτέ, με κάποιους είμαι τσακωμένος και μερικούς από αυτούς τους θεωρώ καθίκια.
Και από αυτούς, άλλοι με ξέρουν πολύ-άλλοι λίγο, άλλοι με αγαπάν πολύ-άλλοι λίγο, κάποιοι με θεωρούν μικρότερο άλλοι μεγαλύτερο, άλλοι με εκτιμάνε-άλλοι όχι, άλλοι με νοιάζονται πολύ-άλλοι λίγο, άλλοι μου μιλάνε κάθε μέρα-άλλοι ποτέ, κάποιοι είναι τσακωμένοι μαζί μου και μερικοί από αυτούς με θεωρούν καθίκι.
Και τι σημαίνει φίλος?
Ένας εκ των φίλων μου, μου έλεγε τις προάλλες πως το μόνο πράγμα το οποίο αποδίδει δικαιοσύνη είναι ο θάνατος, αφού ο καθένας μας θα πάρει τα δύο μέτρα χώμα που του ανήκουν. Αυτά και μόνον.
Πως όμως αποδίδεται η δικαιοσύνη αυτή σήμερα? Γιατί σήμερα, ο έχων την οικονομική δυνατότητα μπορεί να φροντίσει να πληρώσει (αυτός ή οι κληρονόμοι του) ένα γραφείο τελετών και να τον φυτέψουνε με μία καλή κηδεία.
Την προηγούμενη βδομάδα όμως έφυγε η γιαγιά της καλής μου και η κηδεία ήταν στο χωριό.
Δύο-τρία στεφάνια απ’ τις φίλες της (φτιαχτά στο χέρι χωρίς τις «τυπικούρες» που ξέρουμε στην πόλη), ένα φέρετρο απλό, με λουλούδια απ’ τις αυλές.
Η νεκροφόρα ήρθε με έναν οδηγό. Και δεν ήρθανε άλλοι (οι ειδικοί) για να κουβαλήσουνε το φέρετρο. Όταν ήρθε η ώρα να φύγει η γιαγιά από το σπίτι, μπήκαν μπροστά τα παιδιά που μεγάλωσε η γιαγιά στην γειτονιά, άνθρωποι που την ζήσανε και την αγαπήσανε, άνθρωποι-φίλοι της. Και την μεταφέρανε.
Ήταν μία πολύ σκληρή ώρα αυτή. Λιγοψύχησα που δεν την κουβάλησα και ντράπηκα σιχτιρίζοντας τα αστικά μου βιώματα και καμαρώνοντας την συμπεριφορά των ανθρώπων του χωριού.
Αναρωτήθηκα τότε τι θα γίνονταν αν δεν υπήρχαν οι φίλοι της. Ποιος θα την κουβάλαγε? Τι διαστροφή είναι αυτή που λένε τα «πολιτισμικά μας φίλτρα» (μετουσιωμένα σε γραφεία κηδειών) πως μπορείς να πεθάνεις χωρίς φίλους?
Γιατί τελικά κάποιος πρέπει να κουβαλήσει το φέρετρο, για να πάρεις τα «δύο μέτρα χώμα» που σου ανήκουν.
Και γι αυτό είναι οι φίλοι. Για να τους κουβαλήσω και να με κουβαλήσουν μόλις κάποιος από εμάς διαβεί την άλλη όχθη, τότε που δεν θα υπάρχει καμία σχέση-καμία εξάρτηση, απ' αυτές που γνωρίζουμε στον κόσμο των ζωντανών.
Και αυτοί θα μου δώσουν, όταν έρθει η ώρα, τα δύο μέτρα χώμα, που τελικά δεν μου ανήκουν, αλλά τα διεκδικώ με αυτούς.
Για τον αγαπημένο μου Σπύρο Σκουτέρη
που έχει να μου μιλήσει δέκα χρόνια
γιατί ήμουν καθίκι