*****
Ο κυρ Καταναλωτάκης ζωγράφιζε τρομερά πράγματα. Κάποια στιγμή άρχισε να φτιάχνει και τα παιχνίδια-του εκεί στο αγρόκτημα. Και επειδή ήταν έξυπνος, ήταν πολύ όμορφα.
Το αγρόκτημα ήταν μεγάλο μα ο κυρ Καταναλωτάκης, κάθε μέρα, έφτιαχνε όλο και μεγαλύτερα πράγματα.
Η Μάνα-Γη ανυσηχούσε γιατί ο κυρ Καταναλωτάκη εύκολα βαριόταν τα παιχνίδια του. Μόλις βαριόταν ο κυρ Καταναλωτάκης τα παιχνίδια του τα παρατούσε όπου-έβρισκε.
Στη Γριά Οικονομία αρέσανε πολύ τα παιχνίδια του κυρ Καταναλωτάκη. Και όσο μεγαλύτερα ήτανε της άρεσαν όλο-και-πιό πολύ, μα μέσα της είχε μια στεναχώρια δεν-ήξερε-γιατί.
Πολλές φορές η Γριά Οικονομία, σκόνταφτε στα παιχνίδια του κυρ Καταναλωτάκη και γκρίνιαζε. Είχε κι αυτή τη στεναχώρια (που δεν-ήξερε-γιατί) και του 'πε πως πρέπει να τα μαζεύει. Ο κυρ Καταναλωτάκης φοβήθηκε: και τα μάζευε.
Κάποια στιγμή, ο κυρ Καταναλωτάκης σκέφτηκε πως αντί να τα μαζεύει τα παιχνίδια του, ευκολότερο ήταν να σκάβει μια τρύπα μεσ' το χώμα και να τα θάβει όπου να-ναι.
Στην Μάνα-Γη δεν άρεσε αυτό, μα χάρηκε η Γριά Οικονομία που δεν σκόνταφτε στα παλιά παιχνίδια.
Αλλά η Μάνα-Γη τον αγαπούσε τον κυρ Καταναλωτάκη και δεν μίλησε.
Η Γριά Οικονομία έβλεπε τον κυρ Καταναλωτάκη να παίζει με τα καινούργια-του παιχνίδια, παλιά δεν υπήρχανε (τα 'χε θάψει στο χώμα) και πολύ της άρεσε.
Υπόσχονταν και στην Γριά Οικονομία πως θα της φτιάχνει και άλλα που της άρεσαν και αυτή χαιρότανε και του ‘δινε κι άλλο φαΐ.
Πέρασαν οι μέρες, πέρασαν τα χρόνια και ήταν όλοι χαρούμενοι.
Μόνο η Μάνα-Γη είχε μια ανησυχία γιατί ο κυρ Καταναλωτάκης έθαβε πάντα τα παιχνίδια του την νύχτα.
*****
Συνεχίζεται...