*****
Χρόνια-πολλά εργάζονταν η Μάνα-Γη, στο αγρόκτημά της.
Δεν ήταν εύκολη δουλειά, μα πήγαινε όλο-και καλύτερα.
Η Μάνα-Γη θυμόταν το αγρόκτημά της όταν αυτό ήταν καυτή πέτρα, που με τα χρόνια έγινε ζούγκλα, που 'ρθαν τα μεγάλα ζώα και την φάγανε όλη, μα που τελικά ψοφήσανε γιατί δεν είχε άλλο φαΐ.
Θυμόταν κι άλλα όπως: μεγάλα κρύα, δυνατές βροχές και πολλές ζέστες.
Με τα χρόνια όμως και με πολλή δουλειά, η Μάνα-Γη με την βοήθεια της Γριάς Οικονομίας είχε καταφέρει να φέρει το αγρόκτημά της σε μια ισορροπία.
Το αγρόκτημα είχε στην άκρη του ένα ήμερο δάσος, μέσα σ' αυτό, ένα μποστάνι, δέντρα με φρούτα, κότες-γελάδες και απ' το κέντρο πέρναγε ένα ποταμάκι που δίπλα σ' αυτό ήταν το σπίτι τους με μια μεγάλη αυλή.
Παλιά το άγριο δάσος, είχε δηλητηριώδη φυτά, άγρια ζώα και κύκλωνε το σπίτι (που τότε δεν ήταν σπίτι αλλά μια σπηλιά). Το ποτάμι ήταν ορμητικός χείμαρρος που κατέβαζε πολύ νερό (όποτε το θυμότανε) και άλλες φορές, δεν είχε στάλα.
Η Μάνα-Γη, έκανε πόλεμο στο άγριο δάσος, μίλαγε στα άγρια ζώα να τα ημερέψει και σκάλισε το αγρόκτημα. Μετά από χρόνια-πολλά και πολύ δουλειά διάλεξε τα καλά φυτά και καλά ζώα που τ' αγαπούσε και την αγαπούσαν. Άλλα ζώα τα πήρε κοντά στο σπίτι και τ΄ άλλα τ' άφησε στο ήμερο-πιά δάσος.
Τον ορμητικό χείμαρρο τον έπιασε με το καλό και μιλώντας του γλυκά κατάλαβε πως μπορούσε να τον κουμαντάρει και να του φτιάξει μια λιμνούλα που θα ξεκούραζε το νερό του, λίγο πάνω απ' το αγρόκτημα, για να κυλάει σιγά-σιγά και να γίνει ήμερο-καλό ποτάμι.
Κάθε-μέρα η Μάνα-Γη: βοτάνιζε το μποστάνι, πότιζε τα δέντρα και τα υπόλοιπα φυτά, τάϊζε τα ζώα καθάριζε το αγρόκτημα, σκούπιζε το σπίτι, μαγείρευε, έπλενε και μίλαγε στο ποτάμι.
Με το ποτάμι μίλαγε πολύ και έτσι ξεκουράζονταν.
Ένα απόγευμα, το ποτάμι της είπε κάτι που την ανησύχησε πολύ.
*****
Συνεχίζεται...