Από το βιβλίο του Δημήτρη Χατζή, ΣΠΟΥΔΕΣ, διηγήματα ξανατυπωμένα και άλλα, εκδ. το Ροδακιό, Αθήνα 2000.
Και τότες-τι είναι, λοιπόν, γλυπτική;
Τυχαίος είναι βέβαια ο κόσμος που βρίσκεται γύρω μας, δεν έχει γίνει για μας, η ύλη του είναι άμορφη, ο απέραντος χώρος του είναι άλογος-ένας κόσμος έξω από μας, εχθρικός για τον άνθρωπο, απάνθρωπος και μάλιστα κάποτε αντιανθρώπινος. Ενάντια σ' αυτόν τον κόσμο, δημιούργημα της ανθρώπινης θέλησης, υψώνεται εκείνος ο νοητός σκελετός του έργου της γλυπτικής, ορίζοντας αυτός διαστάσεις, σχέσεις των όγκων, αντιστοιχίες, όπως ο άνθρωπος θα τις ήθελε μέσα στη φύση. Ένα στοιχείο χρησιμότητας, αναγκαιότητας-ωφελιμισμού-βρίσκεται σ' όλες τις τέχνες-ευχαριστούν, στολίζουν, διδάσκουν. Η αχρηστία της γλυπτικής είναι απόλυτη. Και μια τέτοια, λοιπόν, ανιδιοτέλεια πρέπει να 'ρχεται απ' άλλες ανάγκες του ανθρώπου -και πολύ βαθιές- από την ανάγκη του, λέω, να ξαναφκιάσει με τη δική του θέληση και με τη δική του τη διάνοια αυτόν τον άμορφο και άλογο κόσμο. Και τ' άγαλμα τότε, έτσι που ορθώνεται τελειωμένο σε ανθρώπινα μέτρα, στ' ανθρώπινα μέτρα, είναι μια νίκη της εναντίωσης του ανθρώπου στην τυχαία του φύση.
...
Τη παρακάλεσα μια φορά και μ' άφησε να μετρήσω με τη μεζούρα τα μέρη του σώματος. Όλα του τα μετρήματα βγήκαν να δείχνουνε λαιμούς ψηλούς, χαμηλούς, κεφάλια, χέρια, πόδια μικρότερα ή μεγαλύτερα, ώμους στενότερους, πιο πλατιούς από το φυσικό-μια δυσαναλογία, δυσαρμονία του κάθε μέρους ξεχωριστά, για να καταλήξουν όλα μαζί στην θαυμαστή αρμονία του όλου. Της το 'πα - γέλασε. Είπε: "Αγαπητέ μου, εσείς το ξέρετε. Αυτό δεν είναι γυναίκα - είναι άγαλμα." Και χάρηκα τότε πάρα πολύ, μπορώντας να δυναμώσω την πεποίθησή μου πως το τελειωμένο έργο της τέχνης μετριέται μονάχα με τον εαυτό του και όχι, ποτέ, με κάποια μέτρα της φύσης ή κάποια μέτρα δοσμένα, πως η αλήθεια του βρίσκεται μέσα του -δε μετριέται με κανέναν άλλον τρόπο, με κανένα μέτρο.