*****
Ο κυρ Καταναλωτάκης έπεσε για ύπνο.
Εκεί στον ύπνο του είδε ένα όνειρο: μεγάλες φωτιές και μετά έρημος.
Μόλις φύγανε οι φωτιές, πάνω στη στάχτη, βρήκε ένα γράμμα από την Πράσινη Οικολογία που του είπε πως αυτή θέλει ρούχα, καινούργια παιχνίδια κι άλλα ωραία πράγματα, δεν της αρέσει εδώ στην έρημο και φεύγει.
Περπατούσε στην έρημο, πάνω στη στάχτη, μόνος, περπατούσε πολύ, περπατούσε, περπατούσε και κάποια στιγμή, άρχισε να φωνάζει-γιατί διψούσε.
Τότε άκουσε το ποτάμι: Τι μιλάς και τι φωνάζεις, νερό δεν έχει, όλο το βρώμισες και ‘γω έφυγα μακρυά.
Ο κυρ’ Καταναλωτάκης απελπίστηκε, περπάτησε κι άλλο και φώναζε ότι άλλο θυμόταν.
Τότε άκουσε τα δέντρα και τα ζώα: Τι μιλάς κα τι φωνάζεις, όσοι γλυτώσαμ’ από σένα, φύγαμε μακριά.
Ο κυρ’ Καταναλωτάκης απελπίστηκε περισσότερο, κατάλαβε πως είναι-μπίτ-μόνος.
Μέσα στην απελπισία του, μακριά στην έρημο είδε μια όαση.
Στην όαση αυτή ο κυρ’ Καταναλωτάκης, είδε από μακριά την Γριά Οικονομία και της φώναξε.
Η Γριά Οικονομία δεν τον άκουσε, (ή έκανε πως δεν τον άκουσε).
Πλησιάζοντας κοντά στην όαση, ο κυρ’ Καταναλωτάκης είδε πως: αυτή που-νόμιζε-πως ήταν η Γριά Οικονομία ήταν η Μάνα-Γη.
Πάλι της φώναξε μ’ αυτή δεν άκουσε (ή έκανε πως δεν τον άκουσε).
Πήγε πάλι πιο κοντά και αυτή που-νόμιζε-πως ήταν η Μάνα-Γη, ήταν η Οικολογία η Παρδαλή.
Τότε και ξύπνησε.
*****
Συνεχίζεται...