*****
Την μέρα που δεν ξύπνησε η Μάνα-Γη και η Γριά Οικονομία, ο κυρ-Καταναλωτάκης έφερε τα πάνω-κάτω, άρχισε να σκέφτεται και πήγε να βρει την Οικολογία την Παρδαλή.
Μα η Οικολογία η Παρδαλή δεν ήταν καλά. Σαν κι αυτή ν’ αρρώσταινε.
Τότε της είπε ο κυρ’ Καταναλωτάκης: γιατί δεν πας εκεί που πήγε η Οικολογία η Πράσινη, εκεί που είναι όλοι χαρούμενοι και ευτυχισμένοι να βρεις καινούργιους φίλους, να ‘σαι χαρούμενη κι εσύ?
Η Οικολογία η Παρδαλή του απάντησε: εγώ τον τόπο αυτό αγαπάω, αγάπησα την Μάνα-Γη και την Γριά Οικονομία μα και σένα αν-θες σ’ έχω αγαπήσει. Εγώ θα μείνω μαζί μ’ ότι αγαπάω.
Ο κυρ’ Καταναλωτάκης παραξενεύτηκε.
Αυτός δεν αγαπούσε, δεν ήξερε αγάπη τι σημαίνει και αναρωτήθηκε τι σήμαιναν τα λόγια της.
Κάθισε δίπλα της μα δεν μίλησε. Κι έβλεπε το ποτάμι που στέρευε, τα δέντρα που μαράζωναν και το χώμα π’ αρχίναε να ματώνει.
Τότε αυτή τον πήρε αγκαλιά κι αυτός, ένιωσε ένα σκίρτημα στην καρδιά του και κάτι σαν ζέστη τον πλημμύρησε.
Και άρχισε να κλαίει.
*****
Συνεχίζεται...