Τώρα που ζω τη μόνιμη παρουσία αστυνομίας στα Εξάρχεια, θυμάμαι πως: δεκαπέντε χρόνια πριν, ήμουν εγώ αυτός που θα μάζευε με βεβαιότητα το κάθε μπλόκο.
Το 'ξερα-ίσως το 'νιωθα και το 'ξεραν πως θα το ξέρω.
Το 1993-94 θυμάμαι στο Λυκαβηττό, τον έντρομο αστυνομικό που άνοιγε το πορτ-μπαγκάζ του αυτοκινήτου μου και βλέποντας προπλάσματα (αγρι-ούτσικων) γλυπτών μου, με πέρασε για σατανιστή (!). Ήταν εκείνη την εποχή της-μόδας, μα του 'πα πως είμαι γλύπτης (δεν είναι αυτά τα κακά-μάγια) και με άφησε.
Τώρα δεν με σταματάει κανείς. Τώρα-ίσως μεγάλωσα λίγο, δεν φοράω πολύχρωμα ρούχα και με είμαι "όπως πρέπει".
Μα μου χει μείνει ο φόβος.
Σε κάθε περίπτωση όμως, τα φοβικά σύνδρομα δεν μου δημιουργήθηκαν απ' αυτούς με τις στολές και τα νούμερα στο μπράτσο, μα απ' τους άλλους, τους "κακομοίρηδες" που τους έκοβες "φρίκουλες" και "στην πέφτανε" με την ασφαλίτικη και σου 'λέγαν άγρια: τα στοιχεία σου.
Τότε λοιπόν, με χαρακτήριζαν στους "άλλους".
Τώρα, αλλά και τότε, αποδέχθηκα και αποδέχομαι την κάθε έντιμη σύγκρουση, την σύγκρουση με κώδικα συμπεριφοράς και ηθική.
Και είναι ηθικός κώδικας για μένα τ' ότι θα δω τον αστυνόμο με στολή κι όχι τον άλλο, τον "εναλλακτικό", με τα περίεργα ρούχα και τα περίεργα μαλλιά που μου "το παίζει φίλος". Συν-υπάρχω με τον αστυνόμο, όσο αυτός υπάρχει με αξιοπρέπεια μαζί-μου. Αρνούμαι όμως τον άλλο.
Γι αυτό λέω: Ενάντια στην κοινωνία των ρουφιάνων!
Καλή σου βάρδια φίλε αστυνόμε!
Καλέ-μου-κόσμε, ζητούμενο είναι η απο-ποινικοποίηση της επιλογής (βλ. παλαιότερο σχετικό κείμενο) και όχι η ενοχή της στολής.