«… Μόδα: τμήμα ευμετάβολο και ιδιόρρυθμο των ηθών, το οποίο ασκεί την εξουσία του στα κοσμήματα, στα ρούχα, στην επίπλωση, στην εμφάνιση κ.λ.π. Η σημασία της λέξης είναι κατά κυριολεξίαν ο τρόπος, δηλαδή ο τρόπος που είναι ο κατεξοχήν καλός και δεν πρέπει να εκλογικεύεται περεταίρω. Παρά ταύτα, η μόδα, φευγαλέα συνήθεια, πηγάζει από τις εμπνεύσεις ενός γούστου, συχνά φαύλου, που επιζητά να ικανοποιήσει τη ματαιοδοξία και να ποικίλει τις απολαύσεις των ισχυρών, των πλούσιων και των αργόσχολων · άγνωστη σχεδόν στις κατώτερες τάξεις, τροφοδοτεί παρά ταύτα πλήθος ακαταπόνητων εργατών.»
«… Όμως, με κίνδυνο να κατηγορηθώ για αριστοκρατισμό, επιμένω και αναρωτιέμαι γιατί τόσοι και τόσοι επιδεικνύουν με περηφάνια τσάντες που φέρνουν το μονόγραμμα του κατασκευαστή τους. Να αποδίδουμε σημασία στο μαρκάρισμα των αρχικών μας πάνω στα αντικείμενα που τα αγαπάμε ιδιαιτέρως (πουκάμισα, βαλίτσες, πετσετοθήκες, κ.λ.π.), γιατί όχι, αλλά τα αρχικά του προμηθευτή; Πραγματικά αυτό είναι κάτι που με υπερβαίνει.»
«… Η μόδα μιλά για καπρίτσιο, αυθορμητισμό, φαντασία, έμπνευση και επιπολαιότητα. Αλλά αυτά είναι ψεύδη: η μόδα είναι εξ ολοκλήρου με την μεριά της βίας · βία της συμβατικότητας, της ένταξης σε μοντέλα, βία της κοινωνικής συναίνεσης και της περιφρόνησης που υποκρύπτει.»
«… Όλα τα φαινόμενα της μόδας συγκλίνουν προς μια στοιχειώδη διαπίστωση: η μόδα δεν παράγει μήτε αντικείμενα μήτε γεγονότα, αλλά απλώς και μόνο σημεία: σημεία αναφοράς με τα οποία συνδέεται μια συλλογικότητα. Το μόνο ερώτημα λοιπόν είναι το εξής: γιατί χρειαζόμαστε αυτά τα σημεία; Ή αν θέλετε, δεν μπορούμε να τα αναζητήσουμε αλλού;»
(βλ. Perec G., Σκέψη/Ταξινόμηση, μτφ. Λίζυ Τσιριμώκου, Εκδ. Άγρα, Αθήνα 2005)