"...υπάρχει ένα όριο αρρώστιας, επάνω από το οποίο, ο οργανισμός μένει ανάπηρος, ενώ υπάρχει και ένα άλλο όριο, επάνω από το οποίο πεθαίνει.
Δυστυχώς όμως, βλέπω ότι είμαστε όλοι συμμέτοχοι στην διαπραγμάτευση των ορίων αυτών και με βαθιά θλίψη, νιώθω πως, ολοένα και περισσότερο, παραιτούμαστε ακόμα-και από την διαπραγμάτευση αυτή."
Αυτά έγραφα για την κοινωνία-μας τον Δεκέμβρη του 2008 και τα θυμήθηκα χθες που ήμουν άρρωστος και "απεργός".
Γιατί έβλεπα πως δεν είναι διαπραγματεύσιμη μια πρόταση για την επίλυση της-όποιας κρίσης και το μόνο που διεκδικείται από τα πλέον επίσημα χείλη είναι μια ανέμελη μετατόπιση ευθυνών (ότι οι Γερμανοί είναι ρατσιστές που μας-την-πέφτουν και δεν μας έχουν δώσει πολεμικές αποζημιώσεις κ.α.) χωρίς να υπάρχει καμία αναγνώριση των-όποιων λαθών στην συμπεριφορά πολιτών και πολιτικών μας.
Όσον αφορά "το παιχνίδι", αν παίζουμε σ' αυτό, δίκαιο είναι να παίζουμε με τους όρους του, δηλαδή: να κάνουμε κάτι και 'μεις ώστε να παράγουμε έργο-πλούτο.
Έχοντας όμως ξεπεράσει πολλούς σκοπέλους "παραγωγής του έργου", αναρωτιέται κανείς, γιατί δεν βρίσκει εφαρμογή η εκτίμηση του Αριστοτέλη σύμφωνα με την οποία:
«Αν όλα τα εργαλεία μπορούσαν να εκτελούν, χωρίς να φθείρονται ή, ακόμα καλύτερα, από μόνα τους, το έργο για το οποίο κατασκευάστηκαν, όπως τα αριστουργήματα του Δαιδάλου που κινούνταν αυτόματα, ή όπως οι τρίποδες του Ήφαιστου που αναλάμβαναν αυτόματα τα ιερά τους καθήκοντα ή–αν, λόγου χάρη, οι αργαλειοί ύφαιναν μόνοι τους, ο αρχιτεχνίτης του εργαστηρίου δεν θα είναι ανάγκη από βοηθούς, ούτε και ο αφέντης από δούλους»
Ίσως και αυτό να νιώθουμε, ίσως πάλι να κινούμαστε στα πλαίσια του σκεπτικού που διατύπωνε ο Πωλ Λαφάργκ το 1880 (Το δικαίωμα στην τεμπελιά, εκδ. Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα 1981) και που φαίνεται να βρίσκει εφαρμογή στην σύγχρονη Ελλάδα. Ενδεικτικά παραθέτω ορισμένα αποσπάσματα:
"…Αλλά το να πείσω το προλεταριάτο ... ότι οι ιδέες που του έχουν βάλει στο κεφάλι είναι διεστραμμένες, ότι η ξέφρενη δουλειά στην οποία έχει ριχτεί από τις αρχές του αιώνα είναι η φοβερότερη πανούκλα που έχει πλήξει ποτέ την ανθρωπότητα, ότι η δουλειά θα νοστιμίσει την απόλαυση της τεμπελιάς και θα γίνει ευεργετική άσκηση και ωφέλιμο πάθος για τον ανθρώπινο οργανισμό μόνον αφ’ ότου καθιερωθεί σοφά η τρίωρη ημερήσια εργασία –το έργο αυτό είναι δύσκολο και υπερβαίνει τις δυνάμεις μου..."
"...Μικραίνοντας, λοιπόν το δικό της στομάχι, η εργατική τάξη έκανε να μεγαλώσει υπέρμετρα το στομάχι της αστικής τάξης, που είναι καταδικασμένη στην υπερκατανάλωση. Για να διευκολύνει την κοπιαστική δουλειά της, η αστική τάξη απέσπασε από την εργατική τάξη ένα πλήθος ανθρώπων πολύ μεγαλύτερο από αυτό που έμεινε αφοσιωμένο στην παραγωγή χρήσιμων αντικειμένων και το καταδίκασε, κι αυτό, στην αντιπαραγωγική ζωή και στην υπερκατανάλωση.
Κι όμως, ούτε και αυτό το κοπάδι των χαραμοφάηδων, παρά την ακόρεστη λαιμαργία του, δεν φτάνει για να καταναλώσει όλα τα εμπορεύματα που παράγουν μανιασμένα οι εργάτες οι αποκτηνωμένοι από το δόγμα της δουλειάς και δεν θέλουν να τα καταναλώνουν οι ίδιοι ούτε και κάνουν τον κόπο να σκεφτούν αν θα βρεθούν άνθρωποι να τα καταναλώσουν.
Αφού οι εργάτες είναι κατακυριευμένοι από μία διπλή τρέλα –αφ’ ενός να σκοτώνονται στη δουλειά και αφ’ ετέρου να φυτοζωούν μέσα στην ανέχεια- το μεγάλο πρόβλημα της καπιταλιστικής παραγωγής δεν είναι πια να βρει παραγωγούς που θα δεκαπλασιάσει την παραγωγικότητα, αλλά να ανακαλύψει καταναλωτές που θα τους ανοίξει την όρεξη και θα τους δημιουργήσει ψεύτικες ανάγκες..."
"...Αν ξεριζώνοντας από την καρδιά της το διεστραμμένο πάθος που την κυβερνά και διαστρεβλώνει τη φύση της, η εργατική τάξη ύψωνε το φοβερό ανάστημα της όχι για να απαιτήσει τα Δικαιώματα του ανθρώπου –που δεν είναι τίποτε άλλο παρά τα δικαιώματα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης- ούτε το Δικαίωμα στη δουλειά –που δεν είναι τίποτε άλλο παρά το δικαίωμα στην εξαθλίωση- μα για να σφυρηλατήσει έναν ατσάλινο νόμο που θα απαγόρευε σε όλους να δουλεύουν περισσότερες από τρεις ώρες την ημέρα, η Γη, η γηραιά Γη, ξετρελαμένη από τη χαρά της, θα ένιωθε να γεννιέται πάνω της ένα καινούργιο σύμπαν... Πώς, όμως, να περιμένουμε από ένα προλεταριάτο, που το έχει διαφθείρει η καπιταλιστική ηθική, να πάρει μια αντρίκια απόφαση? ..."
Μου φαίνεται πως την απάντηση σε αυτό ερώτημα ψάχνουμε σήμερα ως Ελληνική κοινωνία.
Γιατί εμφανιζόμαστε όλοι "γνώστες" της καπιταλιστικής λειτουργίας (βλ. σχετικά πρόσφατες δημοσκοπήσεις και πρόσφατη σχετική ανάρτηση) αναγνωρίζοντας ότι κάποιος πρέπει να δουλέψει για να παραχθεί αυτός ο "πλούτος" που φαίνεται "να λείπει" (διεφθαρμένοι από την καπιταλιστική ηθική όπως λέει ο Λαφάργκ), αλλά-"απεργώντας".
Το διαφορετικό, το ξένο, το "Άλλο", είναι φορές που δείχνει άρρωστο και πρέπει να το πετάξουμε απ' το σώμα μας. Αυτή όμως φαίνεται να είναι και οι σχέση των δικών-μας αντιλήψεων (που δεν-τις-λέμε-φωναχτά) σε σχέση με τις αντιλήψεις της Ε.Ε. και άλλων οργανισμών.
Αλλά λόγοι εντιμότητας θα έλεγα ότι επιβάλλουν στην διαδικασία του παιχνιδιού, την διατύπωσή και των δικών-μας κανόνων στους υπόλοιπους παίχτες.
Και όσο αντέξουμε.
Υ.Γ.
Βλ. σχετικό άρθρο του Χρήστου Γιανναρά: Οι έξωθεν και οι έσωθεν κερδοσκόποι