Τη χρονιά που πέρασε έμεινα πολύ στην Κάτω Ιταλία και έγραψα ένα παραμύθι για την ξενιτιά, την όσμωση του πολιτισμού του λόγου και της αρχιτεκτονικής.
Ένα παραμύθι για τις περιπέτειες των ανθρώπων εμπνευσμένο από τους ήχους και τις λαϊκές παραδόσεις των Ελληνόφωνων χωριών της Κάτω Ιταλίας και τα τραγούδια των Encardia.
Αφήγηση ενός draft του παραμυθιού από τον Γιάννη Δρακόπουλο
Ο Παύλος αγαπούσε πολύ. Αγαπούσε την μαμά του, τον μπαμπά του, τους αγαπούσε όλους. Κι όλη του την αγάπη την τραγούδαγε μαζί με τις πέτρες του σπιτιού του. Μια τέτοια πέτρα ήταν και η Πετρούλα που είχε αγαπήσει κι αυτή τον Παύλο.
Με την Πετρούλα και μ' άλλες πέτρες έφτιαχναν σπίτια οι άνθρωποι και μέσα στο σπίτι έφτιαχναν τραγούδια, μιας και τα τραγούδια είναι απαραίτητα για να ζήσουν οι άνθρωποι.
Όμως μια άγρια μέρα ήρθε μια σκοτεινιά, τους είπαν ότι πειρατές έρχονται προς το χωριό. Τους είπαν ότι τα πανιά του τρομερού και φοβερού πειρατή Μπαρμπαρόσσα φάνηκαν στην θάλασσα.
Οι νεράιδες, που δεν τις βλέπανε μέχρι τότε, βγήκαν απ' το δάσος τους πήραν απ' το χέρι και τους έδειξαν το δρόμο να φύγουν, να πάνε να ζήσουν μακριά σε μέρη που δεν ήξερε ούτε η μαμά ούτε ο μπαμπάς ούτε κανείς άλλος.
Οι γονείς του Παύλου στεναχωριόντουσαν πολύ που θ' αφήσουν το σπίτι τους και τα πράγματά τους. Ο Παύλος στεναχωριόταν που θ' αφήσει πίσω τα παιχνίδια του.
Η γιαγιά του Παύλου πάλι δεν στεναχωριότανε. Ψιθυριστά έλεγε στον Παύλο: Παυλάκη μου ο Χριστός μας έφερε στην γη, κι εγώ θα φύγω σε λίγο καιρό να πάω κοντά του. Μήπως θα πάρω τίποτα μαζί μου? Όχι Παυλάκη μου, εκεί στον Ουρανό θα πάω μόνο την ψυχή μου. Μην δίνεις σημασία στα πράγματα Παυλάκη μου, είναι ασήμαντα.
Πάντως οι γονείς του Παύλου πήραν ότι μπορούσαν απ' το σπίτι, ο Παύλος πήρε μια πέτρα απ' το σπίτι τους, την πέτρα την Πετρούλα και μια μικρή εικόνα του Αγίου Παύλου που του είχε χαρίσει ο παππούς του ο Παύλος, χαιρέτησαν το σπίτι τους και μπήκανε με τους άλλους σε ένα μεγάλο καϊκι που είχε κουπιά κι ένα πανί αφού ο πόλεμος τους κυνηγούσε.
Η θάλασσα και τα κύματα τους πήγανε μακριά, πολύ μακριά, μέχρι την Κάτω Ιταλία. Βρήκαν όμορφα βουνά και έκαναν μια μεγάλη βόλτα σ' αυτά, αλλά οι άνθρωποι εκεί δεν μίλαγαν Ελληνικά όπως αυτοί, ήταν Ιταλοί και μίλαγαν μια ξένη γλώσσα γι αυτούς, τα Ιταλικά.
Οι άνθρωποι όμως ήταν καλοί και φιλόξενοι, μπορούσαν να συνεννοηθούν με την αγάπη, μπορούσαν να μιλήσουν με το σώμα και με τα νοήματα. Ο Παύλος, οι γονείς του, οι συγχωριανοί του, ήταν ξένοι και οι Ιταλοί τους καλοδέχτηκαν.
Ο Παύλος, η οικογένειά του και οι συγχωριανοί τους ένοιωσαν πολύ ζέστη στην καρδιά τους και αποφάσισαν να χτίσουν εκεί τα σπίτια τους και να μείνουν σε αυτόν τον τόπο.
Οι άνθρωποι εκεί χτίζανε με όμορφες λευκές πέτρες τα σπίτια τους. Οι πέτρες αυτές ήταν πιο μαλακές από τις πέτρες της Ελλάδας και τις έλεγαν πέτρες του Λέτσε.
Στο σπίτι που χτίσανε ο Παύλος έβαλε πάνω απ' την πόρτα, μέσα στον τοίχο την φίλη του την πέτρα, την Πετρούλα που ήταν λίγο γκρι, λίγο ακανόνιστη και κάπως ατσούμπαλη.
Οι πέτρες όμως στην Ιταλία ήταν όμορφα βαλμένες.
Αρχιτέκτονες δεν είχανε μα τις βάλανε καλοί μαστόροι που έφτιαξαν πολύ ιδιαίτερα σπιτάκια, με όμορφες στέγες στις πλαγιές των βουνών.
Οι μαστόροι νιώθανε τις πέτρες και τις βάζανε με αρμονία μεταξύ τους. Αυτό γιατί καταλαβαίνανε ότι ήταν ζωντανές και ήξεραν το τι ακούνε οι πέτρες, που πονάνε και σε τι αναπαύονται.
Εκεί, στην Κάτω Ιταλία, λίγα ήταν τα πλούσια σπίτια και οι περισσότεροι αγωνίζονταν στα χωράφια για να βγάλουν το μεροκάματό τους και να ζήσουν. Πολύ νερό δεν υπήρχε στην περιοχή, γι αυτό η γη έδινε λίγη τροφή και ήθελε πολύ δουλειά.
Οι επιστήμονες του λόγου (που τους λένε γλωσσολόγους) δεν μπορούν να φανταστούν ότι ο λόγος των ανθρώπων βγαίνει από τα κρυφά λόγια που λεν οι πέτρες μεταξύ τους και φαίνεται ότι αφού η πέτρα η Πετρούλα μίλαγε Ελληνικά και οι Ιταλικές πέτρες Iταλικά, τα λόγια που άρχισαν τότε να μιλάνε οι άνθρωποι στην Κάτω Ιταλία ήταν τα Grico της που τα 'χουν ανακατεμένα.
Τα λόγια της πέτρας ήταν πάντα αληθινά λόγια μα οι άνθρωποι κάνανε πως δεν τ' ακούν. Μόνο σπάνια κάποια παιδιά ακούγανε τις πέτρες να μιλάνε. Ποτέ οι μεγάλοι.
Οι πέτρες ψιθύριζαν και οι άνθρωποι άκουγαν τα ψιθυρίσματα με την καρδιά τους, χωρίς να τα καταλαβαίνουν. Αυτά που άκουγαν με την καρδιά τους απ' τις πέτρες, τα 'λεγαν πάλι τίμια, μα με δικά τους λόγια, χωρίς να κρύψουν κάτι ούτε απ' αυτούς, ούτε απ' άλλους σ' αυτήν την καινούργια γλώσσα (τα Grico) που τους μάθαιναν οι πέτρες.
Τα χρόνια πέρασαν μα ο Παύλος έμενε παιδί. Οι άλλοι μεγάλωναν, ο Παύλος παιδί.
Πολλοί αναρωτιόντουσαν γιατί αυτό το παιδί δεν μεγάλωνε.
Παρατηρούσαν ότι είχε μια περίεργη συνήθεια να τραγουδάει στον τοίχο, σαν οι πέτρες να τον είχανε μαγέψει.
Η πέτρα η Πετρούλα αγαπούσε πολύ τον Παύλο γιατί ερχόταν κάθε μέρα και της τραγούδαγε.
Ήταν τόσο μεγάλη η αγάπη της που του τραγούδαγε κι αυτή μαζί με τις άλλες πέτρες τα δικά της τραγούδια που ο Παύλος ήταν ο μόνος που τ' άκουγε!
Αλλά τα τραγούδια αυτά είχαν τόσο μεγάλη δύναμη που τ' άκουγε ο Παύλος, και σα να πέτρωνε και δεν μεγάλωνε...
Έλεγε ο Παύλος στην Πετρούλα: "Εγώ πάντα εσένα λογιέμαι, γιατί εσένα ψυχή μου αγαπώ, κι όπου πάω βρεθώ και σταθώ, στην καρδιά μου πάντα εσένα κρατώ", και έφευγε κάνοντας λαριλόλαριλόλαρέο, λαριλόλαριλόλαλα.
H Πετρούλα ήταν πολύ χαρούμενη που τραγούδαγε μαζί με τον Παύλο και όλη μέρα φύλαγε το σπίτι και περίμενε με αγωνία να έρθει ο Παύλος το βράδυ να τους τραγουδήσει τα τραγούδια του και να του πούνε τα δικά τους. Τον είχε αγαπήσει τόσο πολύ που όταν έφευγε από κοντά της, αν έκανε πολύ ησυχία, ακούγονταν η πέτρα η Πετρούλα να τραγουδάει "αντίο αντίο αγάπη μου".
Όμως μια κακιά μάγισσα ζήλεψε την αγάπη του Παύλου και της Πετρούλας.
Έπρεπε ο Παύλος να αρρωστήσει όπως και οι άλλοι, έπρεπε να γεράσει, έπρεπε...
Η κακιά μάγισσα μεταμορφώθηκε σε μαύρη αράχνη και κρύφτηκε μέσα στις πέτρες για να κάνει κακό.
Η πέτρα η Πετρούλα ήταν έτοιμη να τον προειδοποιήσει μόλις έρχονταν. Αντί για τον Παύλο όμως, ήρθε απ' τα χωράφια η αδελφή του που δεν άκουγε την πέτρα την Πετρούλα που της φώναζε, αφού μόνο ο Παύλος άκουγε τις πέτρες.
Η αράχνη κρεμάστηκε πάνω απ' την πόρτα και γλίστρησε στην πλάτη της αδελφής του Παύλου, την δάγκωσε και έριξε ένα μαύρο γλιστερό δηλητήριο μέσα στο σώμα της.
Εκείνη την ώρα ήρθε και η μητέρα του Παύλου που τρομαγμένη βρήκε την αδελφή του ξαπλωμένη στο πάτωμα να σφαδάζει στους πόνους.
Ο Παύλος άκουσε την φασαρία και ήρθε τρέχοντας. Μόλις μπήκε μέσα, άκουσε την πέτρα την Πετρούλα να του φωνάζει να φέρει μουσική γιατί μόνο έτσι θα έφευγε το δηλητήριο από την αδελφή του.
Ο Παύλος φώναξε τους μουσικούς με όργανα στο σπίτι του. Είπε στους μουσικούς να παίζουν όλοι πάνω απ' την αδελφή του ένα τραγούδι σαν προσευχή στον Άγιο Παύλο κι άρχισε να τραγουδάει κι αυτός.
Μα το δηλητήριο δεν έφευγε, το τραγούδι δεν έφτανε να φύγει το κακό. Ήταν πολύ μεγάλη και κακιά αυτή η μάγισσα-αράχνη και είχε προετοιμάσει καλά το δηλητήριό της.
Τότε ο Παύλος έκανε τρεις στρωτές μετάνοιες, πήρε την εικόνα του Αγίου Παύλου που είχε απ' τον παππού του, πήγε και σταύρωσε μ' αυτό το τσίμπημα της αράχνης κι έκατσε σε μια καρέκλα μπροστά στην αδελφή του.
Το φωτοστέφανο της εικόνας του Αγίου έβγαλε μια δυνατή λάμψη κι αμέσως ξύπνησε η αδελφή του Παύλου απ' τον πόνο. Τότε η κακιά μάγισσα-αράχνη έγινε έξαλλη απ' τον θυμό που λύθηκαν τα μάγια και πριν σκάσει απ' το κακό της έριξε ένα ξόρκι μαγικό στις πέτρες για να σταματήσουν να μιλάνε, να ψιθυρίζουν και να τραγουδάνε.
Ο Παύλος παραξενεύτηκε που σταμάτησε ν' ακούει την Πετρούλα, αλλά άρχισε να μεγαλώνει κανονικά όπως τ' άλλα τα παιδιά της ηλικίας του.
Του φάνηκε ότι έτσι έπρεπε να γίνει. Συνέβησαν όμως περίεργα πράγματα...
Αφού οι πέτρες σταματήσαν να μιλάνε, σταμάτησε να βρέχει.
Τι σχέση είχαν τα τραγούδια με την βροχή οι επιστήμονες του καιρού ποτέ δεν το κατάλαβαν. Μα σύννεφο δεν φαίνονταν από πουθενά, στα χωράφια δεν φύτρωνε τίποτα και όλο το χωριό άρχισε να πεινάει.
Έπρεπε τότε ο μπαμπάς του Παύλου και όλοι οι άντρες του χωριού να πάνε να δουλέψουνε στην Γερμανία. Μπήκαν λοιπόν σε ένα πλοίο, αλλά είχαν μεγάλη στεναχώρια μέσα στην καρδιά τους γιατί θα φεύγανε μακριά απ' τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Την στεναχώρια αυτή την ένοιωσε η θάλασσα κι όπου πήγαινε το καράβι αυτό, από μπλε γίνονταν μαύρη. (il siro-μαύρη θάλασσα).
Πέρασαν μέρες, πέρασαν μήνες, πέρασαν χρόνια. Ένα βράδυ, η πέτρα η Πετρούλα, άκουσε την μαμά του Παύλου να τραγουδάει μ' ένα κλάμα. "Θέλω να ζαλιστώ να μην λογιέμαι, να κλάψω και να γελάσω τούτο το βράδυ, και με πολύ θυμό να τραγουδήσω, και στο φεγγάρι να φωνάξω: ο άντρας μου πάει".
Εκείνο το βράδυ είχε πανσέληνο, ήταν ένα βράδυ μαγικό. Ήταν το μοναδικό βράδυ του χρόνου που αν άκουγαν ένα τραγούδι της καρδιάς, οι πέτρες θα ξυπνούσανε και θα σπάγανε τα μάγια της κακιάς μάγισσας-αράχνης.
Κι έτσι έγινε.
Ενώ η μαμά του Παύλου τραγούδαγε μόνη της, της φάνηκε ότι μπήκαν ξαφνικά στο τραγούδι της πολλές φωνές. Πολλές φωνές μαζί κλαίγανε και λέγανε το παράπονό της στη γη και στο φεγγάρι.
Η μαμά του Παύλου παραξενεύτηκε αφού δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ήτανε οι πέτρες που αρχίσανε να τραγουδάνε φωναχτά όλες μαζί.
Η μαμά του Παύλου είχε ξεχάσει το τραγούδι που λέγανε οι πέτρες γιατί είχε να τις ακούσει από όταν ήτανε παιδί.
Τώρα λοιπόν γούρλωσε τα μάτια της, τα έκλεισε και έκλαψε μαζί με τις πέτρες.
Μια νύχτα ρίγησε, η Πετρούλα η πέτρα δάκρυσε, ο ουρανός μάζεψε τα σύννεφά του κι άρχισε να κλαίει.
Οι πέτρες άρχισαν να σιγοψιθυρίζουν πάλι τα τραγούδια τους οι άνθρωποι το 'νιωσαν και όλοι κατάλαβαν ότι από εκεί έρχονταν η ισορροπία στην φύση. Βγήκαν τα σαλιγκάρια κι ανθίσαν τα λουλούδια...
Τότε η μαμά του Παύλου έστειλε ένα φάκελο στον μπαμπά του που ήταν στην Γερμανία μα επειδή δεν ήξερε γράμματα του έστειλε δύο λουλούδια για να του δείξει ότι άνθισε πάλι η ξερή τους γη.
Ούτε ο μπαμπάς του Παύλου δεν ήξερε να διαβάζει και τα γράμματα του ήταν άχρηστα.
Κατάλαβε όμως αμέσως τα δύο λουλούδια τι ήθελαν να πουν.
Έτσι πήρε το τραίνο, μετά το πλοίο και γύρισε πίσω στην Κάτω Ιταλία που ήταν ένα χάρμα παρόλο που ήταν και είχε κρύο γιατί ήταν χειμώνας.
Οι πέτρες έκαναν στην άκρη και άφηναν να φυτρώσουν ανάμεσά τους χιλιάδες πανέμορφα λουλούδια που τα σκέπαζαν σε μια πανδαισία χρωμάτων.
Ανήμερα των Χριστουγέννων έφτασε ο μπαμπάς του Παύλου στο σπίτι του τραγουδώντας"ωραία που είναι χτισμένα αυτά τα σπίτια, όμορφες οι πόρτες μ' επάνω τα κλειδιά, και η κυρά που είναι μια νεράιδα, ήρθαμε να της δώσουμε χαρά".
Και η Πετρούλα η πέτρα χάρηκε με τ' όμορφο τραγούδι που είδε πως ήταν για την γυναίκα του, μα και για όλο το σπίτι του.
Τότε η μαμά του Παύλου βγήκε και πήρε τον μπαμπά του μια μεγάλη αγκαλιά, ο Παύλος και η αδελφή του φωνάζανε χαρούμενα και χορεύανε γύρω απ' την μαμά και τον μπαμπά τους μια όμορφη ταραντέλα, να τους δέσουνε καλά και να μην αφήσουν ποτέ ξανά κανείς να φύγει μακριά.
Οι αρχιτέκτονες που φτιάχνουν σήμερα τα σπίτια μας δύσκολα την αναγνωρίζουν και δεν ακούν τα λόγια της, μα η Πετρούλα η πέτρα στέκεται, μέσα στις χαρές και μέσ' τις λύπες και με τους ψιθυρισμούς της αναπνέει την ζωή των ανθρώπων.
Ένα παραμύθι για τις περιπέτειες των ανθρώπων εμπνευσμένο από τους ήχους και τις λαϊκές παραδόσεις των Ελληνόφωνων χωριών της Κάτω Ιταλίας και τα τραγούδια των Encardia.
Ο αρχιτέκτονας, το κορίτσι και το σαλιγκάρι με τα αυγά του, ζωγραφιά της μικρής μου κόρης |
---------------------------------
Μια φορά κι έναν καιρό, τα πολύ παλιά τα χρόνια ήταν ένα παιδάκι που ζούσε στην Ελλάδα. Το έλεγαν Παύλο και είχε πολύ αγάπη μέσα του.Ο Παύλος αγαπούσε πολύ. Αγαπούσε την μαμά του, τον μπαμπά του, τους αγαπούσε όλους. Κι όλη του την αγάπη την τραγούδαγε μαζί με τις πέτρες του σπιτιού του. Μια τέτοια πέτρα ήταν και η Πετρούλα που είχε αγαπήσει κι αυτή τον Παύλο.
Με την Πετρούλα και μ' άλλες πέτρες έφτιαχναν σπίτια οι άνθρωποι και μέσα στο σπίτι έφτιαχναν τραγούδια, μιας και τα τραγούδια είναι απαραίτητα για να ζήσουν οι άνθρωποι.
Όμως μια άγρια μέρα ήρθε μια σκοτεινιά, τους είπαν ότι πειρατές έρχονται προς το χωριό. Τους είπαν ότι τα πανιά του τρομερού και φοβερού πειρατή Μπαρμπαρόσσα φάνηκαν στην θάλασσα.
Οι νεράιδες, που δεν τις βλέπανε μέχρι τότε, βγήκαν απ' το δάσος τους πήραν απ' το χέρι και τους έδειξαν το δρόμο να φύγουν, να πάνε να ζήσουν μακριά σε μέρη που δεν ήξερε ούτε η μαμά ούτε ο μπαμπάς ούτε κανείς άλλος.
Οι γονείς του Παύλου στεναχωριόντουσαν πολύ που θ' αφήσουν το σπίτι τους και τα πράγματά τους. Ο Παύλος στεναχωριόταν που θ' αφήσει πίσω τα παιχνίδια του.
Η γιαγιά του Παύλου πάλι δεν στεναχωριότανε. Ψιθυριστά έλεγε στον Παύλο: Παυλάκη μου ο Χριστός μας έφερε στην γη, κι εγώ θα φύγω σε λίγο καιρό να πάω κοντά του. Μήπως θα πάρω τίποτα μαζί μου? Όχι Παυλάκη μου, εκεί στον Ουρανό θα πάω μόνο την ψυχή μου. Μην δίνεις σημασία στα πράγματα Παυλάκη μου, είναι ασήμαντα.
Πάντως οι γονείς του Παύλου πήραν ότι μπορούσαν απ' το σπίτι, ο Παύλος πήρε μια πέτρα απ' το σπίτι τους, την πέτρα την Πετρούλα και μια μικρή εικόνα του Αγίου Παύλου που του είχε χαρίσει ο παππούς του ο Παύλος, χαιρέτησαν το σπίτι τους και μπήκανε με τους άλλους σε ένα μεγάλο καϊκι που είχε κουπιά κι ένα πανί αφού ο πόλεμος τους κυνηγούσε.
Η θάλασσα και τα κύματα τους πήγανε μακριά, πολύ μακριά, μέχρι την Κάτω Ιταλία. Βρήκαν όμορφα βουνά και έκαναν μια μεγάλη βόλτα σ' αυτά, αλλά οι άνθρωποι εκεί δεν μίλαγαν Ελληνικά όπως αυτοί, ήταν Ιταλοί και μίλαγαν μια ξένη γλώσσα γι αυτούς, τα Ιταλικά.
Οι άνθρωποι όμως ήταν καλοί και φιλόξενοι, μπορούσαν να συνεννοηθούν με την αγάπη, μπορούσαν να μιλήσουν με το σώμα και με τα νοήματα. Ο Παύλος, οι γονείς του, οι συγχωριανοί του, ήταν ξένοι και οι Ιταλοί τους καλοδέχτηκαν.
Ο Παύλος, η οικογένειά του και οι συγχωριανοί τους ένοιωσαν πολύ ζέστη στην καρδιά τους και αποφάσισαν να χτίσουν εκεί τα σπίτια τους και να μείνουν σε αυτόν τον τόπο.
Οι άνθρωποι εκεί χτίζανε με όμορφες λευκές πέτρες τα σπίτια τους. Οι πέτρες αυτές ήταν πιο μαλακές από τις πέτρες της Ελλάδας και τις έλεγαν πέτρες του Λέτσε.
Στο σπίτι που χτίσανε ο Παύλος έβαλε πάνω απ' την πόρτα, μέσα στον τοίχο την φίλη του την πέτρα, την Πετρούλα που ήταν λίγο γκρι, λίγο ακανόνιστη και κάπως ατσούμπαλη.
Οι πέτρες όμως στην Ιταλία ήταν όμορφα βαλμένες.
Αρχιτέκτονες δεν είχανε μα τις βάλανε καλοί μαστόροι που έφτιαξαν πολύ ιδιαίτερα σπιτάκια, με όμορφες στέγες στις πλαγιές των βουνών.
Οι μαστόροι νιώθανε τις πέτρες και τις βάζανε με αρμονία μεταξύ τους. Αυτό γιατί καταλαβαίνανε ότι ήταν ζωντανές και ήξεραν το τι ακούνε οι πέτρες, που πονάνε και σε τι αναπαύονται.
Εκεί, στην Κάτω Ιταλία, λίγα ήταν τα πλούσια σπίτια και οι περισσότεροι αγωνίζονταν στα χωράφια για να βγάλουν το μεροκάματό τους και να ζήσουν. Πολύ νερό δεν υπήρχε στην περιοχή, γι αυτό η γη έδινε λίγη τροφή και ήθελε πολύ δουλειά.
Οι επιστήμονες του λόγου (που τους λένε γλωσσολόγους) δεν μπορούν να φανταστούν ότι ο λόγος των ανθρώπων βγαίνει από τα κρυφά λόγια που λεν οι πέτρες μεταξύ τους και φαίνεται ότι αφού η πέτρα η Πετρούλα μίλαγε Ελληνικά και οι Ιταλικές πέτρες Iταλικά, τα λόγια που άρχισαν τότε να μιλάνε οι άνθρωποι στην Κάτω Ιταλία ήταν τα Grico της που τα 'χουν ανακατεμένα.
Τα λόγια της πέτρας ήταν πάντα αληθινά λόγια μα οι άνθρωποι κάνανε πως δεν τ' ακούν. Μόνο σπάνια κάποια παιδιά ακούγανε τις πέτρες να μιλάνε. Ποτέ οι μεγάλοι.
Οι πέτρες ψιθύριζαν και οι άνθρωποι άκουγαν τα ψιθυρίσματα με την καρδιά τους, χωρίς να τα καταλαβαίνουν. Αυτά που άκουγαν με την καρδιά τους απ' τις πέτρες, τα 'λεγαν πάλι τίμια, μα με δικά τους λόγια, χωρίς να κρύψουν κάτι ούτε απ' αυτούς, ούτε απ' άλλους σ' αυτήν την καινούργια γλώσσα (τα Grico) που τους μάθαιναν οι πέτρες.
Τα χρόνια πέρασαν μα ο Παύλος έμενε παιδί. Οι άλλοι μεγάλωναν, ο Παύλος παιδί.
Πολλοί αναρωτιόντουσαν γιατί αυτό το παιδί δεν μεγάλωνε.
Παρατηρούσαν ότι είχε μια περίεργη συνήθεια να τραγουδάει στον τοίχο, σαν οι πέτρες να τον είχανε μαγέψει.
Η πέτρα η Πετρούλα αγαπούσε πολύ τον Παύλο γιατί ερχόταν κάθε μέρα και της τραγούδαγε.
Ήταν τόσο μεγάλη η αγάπη της που του τραγούδαγε κι αυτή μαζί με τις άλλες πέτρες τα δικά της τραγούδια που ο Παύλος ήταν ο μόνος που τ' άκουγε!
Αλλά τα τραγούδια αυτά είχαν τόσο μεγάλη δύναμη που τ' άκουγε ο Παύλος, και σα να πέτρωνε και δεν μεγάλωνε...
Έλεγε ο Παύλος στην Πετρούλα: "Εγώ πάντα εσένα λογιέμαι, γιατί εσένα ψυχή μου αγαπώ, κι όπου πάω βρεθώ και σταθώ, στην καρδιά μου πάντα εσένα κρατώ", και έφευγε κάνοντας λαριλόλαριλόλαρέο, λαριλόλαριλόλαλα.
H Πετρούλα ήταν πολύ χαρούμενη που τραγούδαγε μαζί με τον Παύλο και όλη μέρα φύλαγε το σπίτι και περίμενε με αγωνία να έρθει ο Παύλος το βράδυ να τους τραγουδήσει τα τραγούδια του και να του πούνε τα δικά τους. Τον είχε αγαπήσει τόσο πολύ που όταν έφευγε από κοντά της, αν έκανε πολύ ησυχία, ακούγονταν η πέτρα η Πετρούλα να τραγουδάει "αντίο αντίο αγάπη μου".
Όμως μια κακιά μάγισσα ζήλεψε την αγάπη του Παύλου και της Πετρούλας.
Έπρεπε ο Παύλος να αρρωστήσει όπως και οι άλλοι, έπρεπε να γεράσει, έπρεπε...
Η κακιά μάγισσα μεταμορφώθηκε σε μαύρη αράχνη και κρύφτηκε μέσα στις πέτρες για να κάνει κακό.
Η πέτρα η Πετρούλα ήταν έτοιμη να τον προειδοποιήσει μόλις έρχονταν. Αντί για τον Παύλο όμως, ήρθε απ' τα χωράφια η αδελφή του που δεν άκουγε την πέτρα την Πετρούλα που της φώναζε, αφού μόνο ο Παύλος άκουγε τις πέτρες.
Η αράχνη κρεμάστηκε πάνω απ' την πόρτα και γλίστρησε στην πλάτη της αδελφής του Παύλου, την δάγκωσε και έριξε ένα μαύρο γλιστερό δηλητήριο μέσα στο σώμα της.
Εκείνη την ώρα ήρθε και η μητέρα του Παύλου που τρομαγμένη βρήκε την αδελφή του ξαπλωμένη στο πάτωμα να σφαδάζει στους πόνους.
Ο Παύλος άκουσε την φασαρία και ήρθε τρέχοντας. Μόλις μπήκε μέσα, άκουσε την πέτρα την Πετρούλα να του φωνάζει να φέρει μουσική γιατί μόνο έτσι θα έφευγε το δηλητήριο από την αδελφή του.
Ο Παύλος φώναξε τους μουσικούς με όργανα στο σπίτι του. Είπε στους μουσικούς να παίζουν όλοι πάνω απ' την αδελφή του ένα τραγούδι σαν προσευχή στον Άγιο Παύλο κι άρχισε να τραγουδάει κι αυτός.
Μα το δηλητήριο δεν έφευγε, το τραγούδι δεν έφτανε να φύγει το κακό. Ήταν πολύ μεγάλη και κακιά αυτή η μάγισσα-αράχνη και είχε προετοιμάσει καλά το δηλητήριό της.
Τότε ο Παύλος έκανε τρεις στρωτές μετάνοιες, πήρε την εικόνα του Αγίου Παύλου που είχε απ' τον παππού του, πήγε και σταύρωσε μ' αυτό το τσίμπημα της αράχνης κι έκατσε σε μια καρέκλα μπροστά στην αδελφή του.
Το φωτοστέφανο της εικόνας του Αγίου έβγαλε μια δυνατή λάμψη κι αμέσως ξύπνησε η αδελφή του Παύλου απ' τον πόνο. Τότε η κακιά μάγισσα-αράχνη έγινε έξαλλη απ' τον θυμό που λύθηκαν τα μάγια και πριν σκάσει απ' το κακό της έριξε ένα ξόρκι μαγικό στις πέτρες για να σταματήσουν να μιλάνε, να ψιθυρίζουν και να τραγουδάνε.
Ο Παύλος παραξενεύτηκε που σταμάτησε ν' ακούει την Πετρούλα, αλλά άρχισε να μεγαλώνει κανονικά όπως τ' άλλα τα παιδιά της ηλικίας του.
Του φάνηκε ότι έτσι έπρεπε να γίνει. Συνέβησαν όμως περίεργα πράγματα...
Αφού οι πέτρες σταματήσαν να μιλάνε, σταμάτησε να βρέχει.
Τι σχέση είχαν τα τραγούδια με την βροχή οι επιστήμονες του καιρού ποτέ δεν το κατάλαβαν. Μα σύννεφο δεν φαίνονταν από πουθενά, στα χωράφια δεν φύτρωνε τίποτα και όλο το χωριό άρχισε να πεινάει.
Έπρεπε τότε ο μπαμπάς του Παύλου και όλοι οι άντρες του χωριού να πάνε να δουλέψουνε στην Γερμανία. Μπήκαν λοιπόν σε ένα πλοίο, αλλά είχαν μεγάλη στεναχώρια μέσα στην καρδιά τους γιατί θα φεύγανε μακριά απ' τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Την στεναχώρια αυτή την ένοιωσε η θάλασσα κι όπου πήγαινε το καράβι αυτό, από μπλε γίνονταν μαύρη. (il siro-μαύρη θάλασσα).
Πέρασαν μέρες, πέρασαν μήνες, πέρασαν χρόνια. Ένα βράδυ, η πέτρα η Πετρούλα, άκουσε την μαμά του Παύλου να τραγουδάει μ' ένα κλάμα. "Θέλω να ζαλιστώ να μην λογιέμαι, να κλάψω και να γελάσω τούτο το βράδυ, και με πολύ θυμό να τραγουδήσω, και στο φεγγάρι να φωνάξω: ο άντρας μου πάει".
Εκείνο το βράδυ είχε πανσέληνο, ήταν ένα βράδυ μαγικό. Ήταν το μοναδικό βράδυ του χρόνου που αν άκουγαν ένα τραγούδι της καρδιάς, οι πέτρες θα ξυπνούσανε και θα σπάγανε τα μάγια της κακιάς μάγισσας-αράχνης.
Κι έτσι έγινε.
Ενώ η μαμά του Παύλου τραγούδαγε μόνη της, της φάνηκε ότι μπήκαν ξαφνικά στο τραγούδι της πολλές φωνές. Πολλές φωνές μαζί κλαίγανε και λέγανε το παράπονό της στη γη και στο φεγγάρι.
Η μαμά του Παύλου παραξενεύτηκε αφού δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ήτανε οι πέτρες που αρχίσανε να τραγουδάνε φωναχτά όλες μαζί.
Η μαμά του Παύλου είχε ξεχάσει το τραγούδι που λέγανε οι πέτρες γιατί είχε να τις ακούσει από όταν ήτανε παιδί.
Τώρα λοιπόν γούρλωσε τα μάτια της, τα έκλεισε και έκλαψε μαζί με τις πέτρες.
Μια νύχτα ρίγησε, η Πετρούλα η πέτρα δάκρυσε, ο ουρανός μάζεψε τα σύννεφά του κι άρχισε να κλαίει.
Οι πέτρες άρχισαν να σιγοψιθυρίζουν πάλι τα τραγούδια τους οι άνθρωποι το 'νιωσαν και όλοι κατάλαβαν ότι από εκεί έρχονταν η ισορροπία στην φύση. Βγήκαν τα σαλιγκάρια κι ανθίσαν τα λουλούδια...
Τότε η μαμά του Παύλου έστειλε ένα φάκελο στον μπαμπά του που ήταν στην Γερμανία μα επειδή δεν ήξερε γράμματα του έστειλε δύο λουλούδια για να του δείξει ότι άνθισε πάλι η ξερή τους γη.
Ούτε ο μπαμπάς του Παύλου δεν ήξερε να διαβάζει και τα γράμματα του ήταν άχρηστα.
Κατάλαβε όμως αμέσως τα δύο λουλούδια τι ήθελαν να πουν.
Έτσι πήρε το τραίνο, μετά το πλοίο και γύρισε πίσω στην Κάτω Ιταλία που ήταν ένα χάρμα παρόλο που ήταν και είχε κρύο γιατί ήταν χειμώνας.
Οι πέτρες έκαναν στην άκρη και άφηναν να φυτρώσουν ανάμεσά τους χιλιάδες πανέμορφα λουλούδια που τα σκέπαζαν σε μια πανδαισία χρωμάτων.
Ανήμερα των Χριστουγέννων έφτασε ο μπαμπάς του Παύλου στο σπίτι του τραγουδώντας"ωραία που είναι χτισμένα αυτά τα σπίτια, όμορφες οι πόρτες μ' επάνω τα κλειδιά, και η κυρά που είναι μια νεράιδα, ήρθαμε να της δώσουμε χαρά".
Και η Πετρούλα η πέτρα χάρηκε με τ' όμορφο τραγούδι που είδε πως ήταν για την γυναίκα του, μα και για όλο το σπίτι του.
Τότε η μαμά του Παύλου βγήκε και πήρε τον μπαμπά του μια μεγάλη αγκαλιά, ο Παύλος και η αδελφή του φωνάζανε χαρούμενα και χορεύανε γύρω απ' την μαμά και τον μπαμπά τους μια όμορφη ταραντέλα, να τους δέσουνε καλά και να μην αφήσουν ποτέ ξανά κανείς να φύγει μακριά.
Οι αρχιτέκτονες που φτιάχνουν σήμερα τα σπίτια μας δύσκολα την αναγνωρίζουν και δεν ακούν τα λόγια της, μα η Πετρούλα η πέτρα στέκεται, μέσα στις χαρές και μέσ' τις λύπες και με τους ψιθυρισμούς της αναπνέει την ζωή των ανθρώπων.