Μια φορά και έναν καιρό, όχι πολύ μακρυά από 'δω, ζούσαν στην πόλη δύο κοριτσάκια.
Τα κοριτσάκια ήταν αδελφούλες και δεν ζούσαν ακριβώς μέσα στην πόλη μα δίπλα, σ' ένα δεντρόσπιτο στην αμυγδαλιά δίπλα στο ρέμα.
Η μια αδελφούλα είχε πολλές μύξες, η άλλη της έτρωγε.
Ζούσαν ήσυχα, αλλά μια μέρα, ένας τρομερός επιστήμονας ανακάλυψε ότι η μύξες είναι πολύτιμο συστατικό για κάτι. Αυτό το κάτι ήταν κάτι πολύ πολύ ακριβό και πολύ σπάνιο, έτσι οι μύξες άρχισαν να πουλιούνται πολλά-πολλά λεφτά.
Η μαμά και ο μπαμπάς ενθουσιάστηκαν, έτσι μόλις κάνανε συνάχι, έβαζαν τις αδελφούλες να φυσάνε συχνά τις μύξες τους γιατί οι μύξες τους ήταν πολύτιμες.
Η μία αδελφούλα ήταν πολύ συνεργάσιμη, η άλλη τις έτρωγε.
Παρ' όλα αυτά, η μαμά και ο μπαμπάς βγάλανε πολλά πολλά λεφτά, οι αδελφούλες πήρανε πολλά παιχνίδια και φορέματα που τους αρέσανε και το δεντρόσπιτο έγινε ένα μικρό παλάτι (λίγο κιτσ μα σ' αυτές άρεσε).
Ένα απόγευμα, οι αδελφούλες πήγανε στην παιδική χαρά και η άλλη (που της έτρωγε) βρήκε τον Πέτρο. Στον Πέτρο ανακοίνωσε πως είναι ο πρίγκηπάς της.
Ο Πέτρος ενθουσιάστηκε με την επιλογή της και την αγάπησε μοναδικά, όπως μόνο τα παιδάκια ξέρουν να αγαπάνε. Η άλλη όμως (που της έτρωγε), ήθελε να μοιραστεί με τον πρίγκιπά της την απόλαυσή της.
Για κάποιον λόγο, ο Πέτρος δεν ενθουσιάστηκε με αυτό, αλλά παρ' όλα αυτά ήθελε πολύ να παίζει μαζί της.
Όμως έβαλε κρύο και οι αδελφούλες δεν πήγαιναν στην παιδική χαρά. Ο Πέτρος σταμάτησε να τρώει και άρχισε να κλαίει χωρίς λόγο.
Τότε, κατάλαβε η μαμά του και πήγε τον Πέτρο στο δεντρόσπιτο για να παίξει ο Πέτρος με τις αδελφούλες και να του φύγει ο καημός.
Και ο Πέτρος γνώρισε τις τρομερές: αρχόντισσες της μύξας.
Συνεχίζεται...
Τα κοριτσάκια ήταν αδελφούλες και δεν ζούσαν ακριβώς μέσα στην πόλη μα δίπλα, σ' ένα δεντρόσπιτο στην αμυγδαλιά δίπλα στο ρέμα.
Η μια αδελφούλα είχε πολλές μύξες, η άλλη της έτρωγε.
Ζούσαν ήσυχα, αλλά μια μέρα, ένας τρομερός επιστήμονας ανακάλυψε ότι η μύξες είναι πολύτιμο συστατικό για κάτι. Αυτό το κάτι ήταν κάτι πολύ πολύ ακριβό και πολύ σπάνιο, έτσι οι μύξες άρχισαν να πουλιούνται πολλά-πολλά λεφτά.
Η μαμά και ο μπαμπάς ενθουσιάστηκαν, έτσι μόλις κάνανε συνάχι, έβαζαν τις αδελφούλες να φυσάνε συχνά τις μύξες τους γιατί οι μύξες τους ήταν πολύτιμες.
Η μία αδελφούλα ήταν πολύ συνεργάσιμη, η άλλη τις έτρωγε.
Παρ' όλα αυτά, η μαμά και ο μπαμπάς βγάλανε πολλά πολλά λεφτά, οι αδελφούλες πήρανε πολλά παιχνίδια και φορέματα που τους αρέσανε και το δεντρόσπιτο έγινε ένα μικρό παλάτι (λίγο κιτσ μα σ' αυτές άρεσε).
Ένα απόγευμα, οι αδελφούλες πήγανε στην παιδική χαρά και η άλλη (που της έτρωγε) βρήκε τον Πέτρο. Στον Πέτρο ανακοίνωσε πως είναι ο πρίγκηπάς της.
Ο Πέτρος ενθουσιάστηκε με την επιλογή της και την αγάπησε μοναδικά, όπως μόνο τα παιδάκια ξέρουν να αγαπάνε. Η άλλη όμως (που της έτρωγε), ήθελε να μοιραστεί με τον πρίγκιπά της την απόλαυσή της.
Για κάποιον λόγο, ο Πέτρος δεν ενθουσιάστηκε με αυτό, αλλά παρ' όλα αυτά ήθελε πολύ να παίζει μαζί της.
Όμως έβαλε κρύο και οι αδελφούλες δεν πήγαιναν στην παιδική χαρά. Ο Πέτρος σταμάτησε να τρώει και άρχισε να κλαίει χωρίς λόγο.
Τότε, κατάλαβε η μαμά του και πήγε τον Πέτρο στο δεντρόσπιτο για να παίξει ο Πέτρος με τις αδελφούλες και να του φύγει ο καημός.
Και ο Πέτρος γνώρισε τις τρομερές: αρχόντισσες της μύξας.
Συνεχίζεται...