Στο υψηλότερο σημείο της γης, δουλεύω παρέα με τον Ιωσήφ και τον Δημήτρη.
Ο Δημήτρης-κουρασμένος, κοιμότανε στον καναπέ.
Εγώ σκυμμένος στο εργόχειρό μου, ο Ιωσήφ, με γυρισμένη τη πλάτη, στο καβαλέτο του.
Αργά το απόγευμα.
Κάποια στιγμή ακούω (κάτι-σιγανά) ένα κελάηδισμα. Νομίζω πως ακούω δηλαδή.
Μετά, πιο σίγουρα, ακούω με βεβαιότητα κάποιο αηδόνι. Μα είναι δυνατόν?
Τότε, ρωτάω ψιθυρίζοντας τον Ιωσήφ:
- Ιωσήφ, ποιος κελαηδάει?
- Εγώ!