Μια φορά κι έναν καιρό, όχι πολύ μακρυά από δω, ζούσε στην πόλη ένα παιδάκι.
Στην πόλη που ζούσε δεν υπήρχαν νεράιδες. Αυτά ζούσαν στα δάση, στα βουνά, πολύ μακρυά από το σπιτάκι που ζούσε το παιδάκι.
Δηλαδή δεν υπήρχε καμία νεράιδα? Όοοοχι, υπήρχε μια νεράιδα που δεν την θέλανε οι άλλες νεράιδες και την είχε φύγει απ' το δάσος γιατί ένοιωθε φόβο.
Ήταν η κατρουλού η νεράιδα. Η κατρουλού νεράιδα, μόλις ψιθύριζε βέέέ-λόόό-κάλι-κατουρού...βε-λο-κάλι-κατουρού, γαργαλούσε όόόποιον βρίσκονταν εκεί κοντά και άφηνε τα πιπί του γύρω-γύρω.
Δεν έμοιαζε όμως με νεράιδα.
Ήταν κοντούλα χοντρούλα κι ομορφούλα, αλλά είχε μόνο δύο μικρά φτεράκια.
Δεν την έβλεπε εύκολα κανείς. Μερικές φορές (συνήθως στον ύπνο) την καταλάβαινε όταν άκουγε δίπλα στο αυτί του βέέέ-λόόό-κάλι-κατουρού...βε-λο-κάλι-κατουρού και τα βρεχε όλα με πιπί.
Το παιδάκι της ιστορίας μας, αγαπούσε πολύ τις νεράιδες.
Φώναζε λοιπόν κάθε μέρα κάποια νεράιδα να έρθει να του κάνει παρέα.
Αλλά στην πόλη δεν υπήρχαν νεράιδες και τον άκουσε η μόνη νεράιδα που υπήρχε: η κατρουλού νεράιδα.
Πήγε λοιπόν η νεράιδα να κάνει παρέα στο παιδάκι και το παιδάκι άρχισε να κάνει πιπί του κάθε βράδυ στο κρεβάτι.
Το παιδάκι καταλάβαινε την νεράιδα και πήγαινε στη μαμά του και της έλεγε: μαμά-μαμά ήρθε η κατρουλού η νεράιδα και μας κατούρησε.
Πήγαινε η μαμά του, που δεν καταλάβαινε την νεράιδα, και έβγαζε τα σεντόνια, τα σκεπάσματα, τα στρώματα και καθάριζε το κατουρημένο κρεβάτι.
Ένα βράδυ όμως η κατρουλού νεράιδα φοβήθηκε πολύ γιατί είχε πάει στο πάρκο εκεί κοντά στο σπίτι και είδε κάτι άλλες νεράιδες που είχαν έρθει από τα δάση και άρχισαν πάλι να την κοροϊδεύουν (γιατί ήταν κοντούλα χοντρούλα και κατρουλού) και έφυγε φοβισμένη και τρομαγμένη και γύρισε στο παιδάκι.
Το παιδάκι κατάλαβε-πάλι την νεράιδα και πήγε στη μαμά του και της είπε: μαμά-μαμά σήμερα ήρθε η κατρουλού νεράιδα και μας έχεσε.
Ο μπαμπάς που είχε κι αυτός θυμώσει με την κατρουλού νεράιδα, πήρε το παιδάκι και πήγανε στο πάρκο που ήτανε κοντά στο σπίτι τους.
Εκείνη τη μέρα, είχε έρθει απ' το βουνό στη πόλη, η βασίλισσα των νεράιδων για να κάνει τα ψώνια της και είχε κάτσει στο πάρκο για να ξεκουραστεί βάζοντας γύρω της ένα αόρατο βέλο για να μην βλέπει κανείς, ούτε αυτήν, ούτε την ακολουθία της.
Ο μπαμπάς είπε στο παιδάκι: δεν καταλαβαίνω πια τι είναι αυτά τα παραμύθια που μας λες για την κατρουλού νεράιδα, εσύ δεν έκανες ούτε πιπί ούτε κακά στο κρεβάτι σου, τι σε έπιασε ξαφνικά?
Τότε λέει το παιδάκι: μπαμπά, δεν τις αγαπάω τις νεράιδες.
Το άκουσε αυτό η βασίλισσα των νεράιδων που ήταν εκεί κοντά και στεναχωρήθηκε πολύ.
Έστειλε λοιπόν δύο αρχι-νεράιδες, ψηλές και δυνατές με μεγάλα φτερά και δυνατά χέρια και πόδια και φέρανε την κατρουλού την νεράιδα στο πάρκο.
Εκεί η βασίλισσα της είπε: εσύ, η κατρουλού νεράιδα θα έρθεις μαζί μας στο δάσος.
Θα σε πάρουμε παρέα και θα σε αγαπάμε, δεν θα σε φοβίσει πια κανείς αλλά ούτε κι εσύ θα πηγαίνεις στους ανθρώπους να τους κάνεις βέέέ-λόόό-κάλι-κατουρού...βε-λο-κάλι-κατουρού.
Έτσι η κατρουλού η νεράιδα γύρισε στο δάσος το παιδάκι την ξέχασε και αγάπησε πάλι τις νεράιδες και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Στην πόλη που ζούσε δεν υπήρχαν νεράιδες. Αυτά ζούσαν στα δάση, στα βουνά, πολύ μακρυά από το σπιτάκι που ζούσε το παιδάκι.
Δηλαδή δεν υπήρχε καμία νεράιδα? Όοοοχι, υπήρχε μια νεράιδα που δεν την θέλανε οι άλλες νεράιδες και την είχε φύγει απ' το δάσος γιατί ένοιωθε φόβο.
Ήταν η κατρουλού η νεράιδα. Η κατρουλού νεράιδα, μόλις ψιθύριζε βέέέ-λόόό-κάλι-κατουρού...βε-λο-κάλι-κατουρού, γαργαλούσε όόόποιον βρίσκονταν εκεί κοντά και άφηνε τα πιπί του γύρω-γύρω.
Δεν έμοιαζε όμως με νεράιδα.
Ήταν κοντούλα χοντρούλα κι ομορφούλα, αλλά είχε μόνο δύο μικρά φτεράκια.
Δεν την έβλεπε εύκολα κανείς. Μερικές φορές (συνήθως στον ύπνο) την καταλάβαινε όταν άκουγε δίπλα στο αυτί του βέέέ-λόόό-κάλι-κατουρού...βε-λο-κάλι-κατουρού και τα βρεχε όλα με πιπί.
Το παιδάκι της ιστορίας μας, αγαπούσε πολύ τις νεράιδες.
Φώναζε λοιπόν κάθε μέρα κάποια νεράιδα να έρθει να του κάνει παρέα.
Αλλά στην πόλη δεν υπήρχαν νεράιδες και τον άκουσε η μόνη νεράιδα που υπήρχε: η κατρουλού νεράιδα.
Πήγε λοιπόν η νεράιδα να κάνει παρέα στο παιδάκι και το παιδάκι άρχισε να κάνει πιπί του κάθε βράδυ στο κρεβάτι.
Το παιδάκι καταλάβαινε την νεράιδα και πήγαινε στη μαμά του και της έλεγε: μαμά-μαμά ήρθε η κατρουλού η νεράιδα και μας κατούρησε.
Πήγαινε η μαμά του, που δεν καταλάβαινε την νεράιδα, και έβγαζε τα σεντόνια, τα σκεπάσματα, τα στρώματα και καθάριζε το κατουρημένο κρεβάτι.
Ένα βράδυ όμως η κατρουλού νεράιδα φοβήθηκε πολύ γιατί είχε πάει στο πάρκο εκεί κοντά στο σπίτι και είδε κάτι άλλες νεράιδες που είχαν έρθει από τα δάση και άρχισαν πάλι να την κοροϊδεύουν (γιατί ήταν κοντούλα χοντρούλα και κατρουλού) και έφυγε φοβισμένη και τρομαγμένη και γύρισε στο παιδάκι.
Το παιδάκι κατάλαβε-πάλι την νεράιδα και πήγε στη μαμά του και της είπε: μαμά-μαμά σήμερα ήρθε η κατρουλού νεράιδα και μας έχεσε.
Ο μπαμπάς που είχε κι αυτός θυμώσει με την κατρουλού νεράιδα, πήρε το παιδάκι και πήγανε στο πάρκο που ήτανε κοντά στο σπίτι τους.
Εκείνη τη μέρα, είχε έρθει απ' το βουνό στη πόλη, η βασίλισσα των νεράιδων για να κάνει τα ψώνια της και είχε κάτσει στο πάρκο για να ξεκουραστεί βάζοντας γύρω της ένα αόρατο βέλο για να μην βλέπει κανείς, ούτε αυτήν, ούτε την ακολουθία της.
Ο μπαμπάς είπε στο παιδάκι: δεν καταλαβαίνω πια τι είναι αυτά τα παραμύθια που μας λες για την κατρουλού νεράιδα, εσύ δεν έκανες ούτε πιπί ούτε κακά στο κρεβάτι σου, τι σε έπιασε ξαφνικά?
Τότε λέει το παιδάκι: μπαμπά, δεν τις αγαπάω τις νεράιδες.
Το άκουσε αυτό η βασίλισσα των νεράιδων που ήταν εκεί κοντά και στεναχωρήθηκε πολύ.
Έστειλε λοιπόν δύο αρχι-νεράιδες, ψηλές και δυνατές με μεγάλα φτερά και δυνατά χέρια και πόδια και φέρανε την κατρουλού την νεράιδα στο πάρκο.
Εκεί η βασίλισσα της είπε: εσύ, η κατρουλού νεράιδα θα έρθεις μαζί μας στο δάσος.
Θα σε πάρουμε παρέα και θα σε αγαπάμε, δεν θα σε φοβίσει πια κανείς αλλά ούτε κι εσύ θα πηγαίνεις στους ανθρώπους να τους κάνεις βέέέ-λόόό-κάλι-κατουρού...βε-λο-κάλι-κατουρού.
Έτσι η κατρουλού η νεράιδα γύρισε στο δάσος το παιδάκι την ξέχασε και αγάπησε πάλι τις νεράιδες και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.