Έχω-σχεδόν ξεχάσει το πως είναι να πηγαίνω για δουλειά στο γραφείο, μα έχω τη γλυπτική μου κι ασχολούμαι για να μην φρικάρω.
Τόσες εβδομάδες κλειστό το "αγαπητό μας Ίδρυμα", μ' έχει βγάλει τελείως απ' το ρυθμό της δουλειάς στο "αγαπητό μας Ίδρυμα".
Έχω όμως την βεβαιότητα ότι κανέναν δεν μπορεί να βάλει πια στον ίδιο ρυθμό δουλειάς το, όχι πια, "αγαπητό μας Ίδρυμα".
Στο δημόσιο (και το Πολυτεχνείο ήτανε μέρος αυτού του ευρύτερου Δημοσίου) ο κάθε πολίτης, έπρεπε να ξεπεράσει τους σκοπέλους της γραφειοκρατίας.
Ο κάθε υπάλληλος να δεις όπου, για να κάνει στοιχειωδώς σωστά τη δουλειά του, έπρεπε να έχει μελετήσει μια βιβλιοθήκη από σχετικούς νόμους, νομολογίες και σχετικά έγγραφα για να διεκπεραιώσει ένα σκασμό χαρτιά.
Μπορεί να φαίνεται ξεκούδουνο σε μάτια τρίτου, μα τώρα ποιος και με τι κέφι, θα κάνει αυτήν την (εξαιρετικά βαρετή, μα απαραίτητη) δουλειά, αν και όταν ανοίξει το Σχολείο?
Πως ο κάθε υπάλληλος θα δώσει λύσεις?
Νιώθω ότι η δουλειά, η κάθε δουλειά, δεν είναι μια ξερή ανταλλακτική διαδικασία μεταξύ του κάθε "αφεντικού" και του κάθε "εργαζόμενου".
Ακόμα και η πιο άχαρη δουλειά, είναι μια δυναμική διαδικασία στην οποία οφείλει να υπάρχει το κέφι και η έμπνευση.
Κάτι που στο Πολυτεχνείο ήταν το προαπαιτούμενο για όλους, αφού:
- Υπήρχε κέφι μιας και δουλεύαμε με αγάπη σε ένα Ίδρυμα ξεχωριστό, διακριτό και άξιο και έπρεπε να φανούμε κι εμείς αντάξιοι του.
- Υπήρχε η έμπνευση γιατί δουλεύαμε σ' ένα (απ' αυτά που θεωρούσαμε) ιστορικό πυλώνα της Ελληνικής κοινωνίας, σ' έναν απ' αυτούς που θεμελιώθηκαν μαζί με το Νεότερο Ελληνικό κράτος!
Και αυτά γκρεμίστηκαν.